Γενευέζος καλβινιστής, χίππης δραπετεύοντας ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ οἰκία, τὴν νεκρὴ μητέρα του στὴν γέννα του καὶ τὴν πατρίδα του, κάνοντας χίλιες δουλιὲς στὰ ξένα ὡς ὑπηρέτης, δάσκαλος, ἔφηβος ἀκόμη καὶ θῦμα ἐρωτικὸ ὡρίμου γυναικὸς ποὺ τὴν ἀπεκάλη μαμὰ ὡς ἄθελά του ζιγκολὸ ἂλλὰ μὲ ἀγνότητα καρδίας, κοινωνικὰ ἀνυπόφορος μὲ μανία καταδιώξεως ἀλλὰ μοναδικὀς, ἡρωϊκός, μεγαλοφυής, εἰσέρχοντας στὴν ἀνθρωπίνη ψυχολογία καὶ εἰδικὰ τῶν ἀδικημένων, κατατρεγμένων, τῶν παιδιῶν καὶ τῶν γυναικῶν, μὲ μεγαλοφυὲς πνεῦμα ἀντιλογίας, αἱρετικὸς σὲ ὅλα, ἄκρως ἀναρχικός, ἐπαναστατικός, φανατικός, ἀπόλυτος, μὴ δυνάμενος νὰ ζήσῃ μὲ κανέναν, καὶ τελικὰ συντηρητικὸς καὶ ἀντιδραστικός, ἅγιος, μὲ τεραστία νοσταλγία γιὰ τὸν χαμένο παράδεισο τῆς ἀπωλεσθείσης οἰκογενείας καὶ πατρίδος, αὐτὸς ἦτο ὁ Ζάν-Ζάκ, ἀνένταχτος μασόνος, θεϊστὴς ἀλλὰ βαθιὰ χριστιανός, πιστὸς τοῦ Χριστοῦ-ἀνθρώπου καὶ μόνον. Ἡ ζωή μου ἐταυτίσθη μὲ τὴν ζωή του ἄν καὶ μᾶς χωρίζουν δύο αἰῶνες καὶ ἡ γεωπολιτική, γι αὐτὸ καὶ ἀκατάπαυστα ἀναφέρομαι σὲ αὐτὸν ὡσὰν στὸν ἑαυτό μου καὶ τοῦ ἀφιερώνω ὅλην μου τὴν σκέψιν ὅπως αὐτὸ τὸ ἐπίμετρο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία μου,Πτώση ποίημα (ἐκδόσεις Ἴκαρος) στὴν σελίδα 77: «Κάποια μέρα ἡ τροχιὰ τοῦ ἄστρου μου θὰ λάβῃ τέλος καὶ θὰ ἐπιστρέψω στὴν ἀφετηρία: τὴν Γαλλία. Τὸ πνεῦμα της ὑπῆρξε ὁδηγὸς μου σ’ὅλη μου τὴν ζωή. Γι αὐτὸ καὶ τὴν ἀπαρνήθηκα μὲ πάθος. Ἡ Γαλλία μοῦ εἶχε διδάξει ποτὲ νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνω, ποτὲ νὰ μὴν ἀντιγράφω, ἀλλὰ τὰ πάντα νὰ ἐπανεξετάζω νὰ παίρνω τὰ μονοπάτια τοῦ πνεύματος τὰ πιὸ ἀναφορικά, τὰ πιὸ δυσκολοπρόσιτα ποὺ συγκεντρώνουν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν πάντων. Γαλλία, χαϊδεμένη μου, σὲ ἀπαρνήθηκα, σὲ ἐμίσησα. Ὑπῆρξα ὁ σκληρὸς ἀντίπαλος τῶν σταυροφοριῶν σου, ὁ ἀποφασισμένος ἐχθρὸς τῆς φραγκικῆς σου Δύσεως. Κι ἔτσι μόνον παρέμεινα ὁ πιστὸς ἐραστής σου ποὺ χάρι στὸ πνεῦμα σου ἐπεκτάθηκα στὴν οἰκουμένη. Ἀτίθασο καὶ παραμορφωμένο παιδί, Κουασιμόδος τῆς μητέρας Ἑλλάδος, μπόρεσες νὰ βρῇς μέσα σου ἀρκετὴ ἀγνότητα γιὰ νὰ ξεπεράσῃς τὴν ἀσχήμια τοῦ ῥασιοναλισμοῦ ποὺ ἐσὺ ἐξέθρεψες. Ἐναντίον τῶν πάντων ξεσήκωσες πλῆθος ἀντιφρονούντων, οἱ ὁποῖοι ἀπέβαλαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν μεγαλύτερον ὅλων, τὸν πιὸ ἀξιολύπητο κλαψιάρη, εἰλικρινῆ καὶ βαθὺ σὰν παγετώδης λίμνη, τὸν Ἅγιο Ζάν-Ζάκ, τὸν κοινῶς ὀνομαζόμενον Ῥουσσῶ. Γαλλία, γιὰ ὅλο τὸ κακὸ ποῦ σοῦ ἔκανα, ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.Δημήτρης». Πέραν τῆς ἁπλῆς φυσικῆς θρησκείας ὁ Ῥουσσῶ ἐπαρουσίαζε ἕνα ἰδιαίτερο θεώρημα τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀποβάλλει τὰ δόγματα ἀλλὰ ὄχι τὴν ἠθική του. Ἕνας χριστιανισμὸς χωρὶς δόγματα τοῦ ἀρκεῖ γράφοντας, «ἡ ἀγιότητα τοῦ Εὐαγγελίου ὁμιλεῖ στὴν καρδία μου». Ἡ ἠθικὴ καὶ οἱ πράξεις τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἀκριβὴς ἐνσάρκωσις τῆς φυσικῆς θρησκείας. Ὡς καλβινιστὴς προτιμᾷ τὴν ἠθικὴ στὴν ἀρετὴ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Γράφει ἐπίσης: «Ἐὰν ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ Σωκράτους ἦταν ἑνὸς σοφοῦ, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἑνὸς Θεοῦ». Ἀλλὰ ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἔχει ὑπερφυσικὴ ἰδιότητα. Εἶναι Ἰησοῦς, ὄχι ὁ ἀναστηθὴς Χριστὸς Σωτήρ. Κάθε ἄνθρωπος δύναται νὰ προοδεύσῃ καὶ νὰ φθάσῃ στὸ χριστικὸ ἰδανικὸ ἐὰν ἑπανέλθῃ στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνακαλύψῃ τὴν φυσικὴ ἠθική. Στὸν τομέα τῆς κοινωνίας ὁ Ῥουσσῶ ὑποστηρίζει μία πολιτικὴ θρησκεία τοῦ ἀγιατολλὰχ Καλβίνου τῆς Γενεύης ποὺ τιμωρεῖ μὲ θάνατο κάθε παραβάτη, ἕναν θρησκευτικὸ ὁλοκληρωτισμὸ ποὺ τὸ Ἰσλὰμ τοῦ Ἰρὰν καθιερώνει ὡς ἰσλαμοφασισμό. Διότι πέραν τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ Ῥουσσῶ σὲ πολλὰ σημεῖα προτιμᾷ τὸν Προφήτη Μωάμεθ καὶ τὸ Κοράνιο. Ἡ ῥουσσωϊκὴ πολιτικὴ θρησκεία τοῦ Ὑπερτάτου Ὄντος τῆς Μασονίας καθιερώθη ἐπισήμως μὲ τὴν καλβινιστικοῦ τύπου τρομοκρατία ἀπὸ τὸν Ῥοβεσπιέρρο τὸ 1793 καὶ ὑπεστηρίχθη ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα συνεχιστὴ τοῦ Ῥοβεσπιέρρου.