Ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις τοῦ 1453 στὶς καθημερινὲς προφητεῖες τῆς καθημερινῆς ἀθηναϊκῆς ἑφημερίδος Ἐλεύθερη Ὥρα ἡ ἐπιστροφὴ στὴν Κωνσταντινούπολι τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων καλὰ κρατεῖ. Τὸ Γένος τῶν Ἑβραίων μετὰ ἀπὸ δύο χιλιετίες ἐπέστρεψε στὴν Ἱερουσαλήμ. Γιατὶ ὄχι λοιπὸν καὶ οἱ Ῥωμηοὶ-Ῥωμαῖοι στὴν Κωνσταντινούπολι; Ἕνα σημερινὸ ἄρθρο τοῦ Βήματος, τοῦ φιλολόγου Κίμωνος Βελιτζανίδη ἀνατρέχει στὰ πρῶτα χρόνια τῆς φαντασιώσεως αὐτῆς: «Ἕνα ἀπὸ τά πλέον γοητευτικὰ πεδία ἱστορικῆς ἔρευνας εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεταιχμιακὸς χῶρος ὅπου πραγματικότητα καὶ ἐνδεχόμενο χωρίζονται ἀπὸ μιὰ πολὺ λεπτὴ – μὰ διακριτὴ – γραμμή. Φέρνω στὸν νοῦ μου, κυρίως, ἀποφάσεις οἱ ὁποῖες ἐλήφθησαν, ἀλλὰ δὲν πραγματώθηκαν ποτέ, εἴτε ἐπειδὴ ὑπῆρξε συνειδητὴ ἀλλαγὴ πλεύσης εἴτε ἐπειδὴ οἱ ἴδιες οἱ περιστάσεις ἄλλαξαν. Στὴ χώρα μας, ἀρεσκόμαστε συχνὰ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ «χαμένες εὐκαιρίες», ὄχι πάντοτε ἄδικα. Τὶς περισσότερες, ὅμως, φορὲς φοβᾶμαι πὼς ἁπλῶς ἀρνούμαστε νὰ χαλιναγωγήσουμε ἱστορικὲς φαντασιώσεις καὶ ὑποκύπτουμε στὸν πειρασμὸ μιᾶς σαθρῆς βεβαιότητας. »Μιὰ ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις ποὺ πεισματικὰ ἐπανέρχονται στὸ θυμικό του ἑλληνισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀκόμη καὶ σήμερα, «ἐπιτελάρχες» τοῦ καφενείου καὶ τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης καταστρώνουν σχέδια καὶ δηλώνουν ἕτοιμοι γιὰ τὸ μεγάλο ὄνειρο. Τέτοια φαινόμενα δὲν ἦταν, βέβαια, πάντοτε παράλογα, οὔτε περιορίζονται στὴν ἐποχὴ μας τῆς ἀνερμάτιστης δημοσιολογίας. Ἡ Ἅλωση τοῦ 1453 παραμένει ἐν πολλοῖς τὸ μεγάλο ἀνεπούλωτο τραῦμα τῆς ἱστορίας μας καὶ ἡ ἀνατροπὴ του εἶχε ἐνίοτε ρεαλιστικὲς προοπτικές, τὸ 1878 καὶ τὸ 1920 ἐπὶ παραδείγματι. »Ἄλλωστε, ἤδη στὰ πρῶτα χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἅλωση μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε συστηματικὲς – πλὴν ἀπέλπιδες – προσπάθειες τῶν τελευταίων Παλαιολόγων νὰ συγκροτήσουν στρατεύματα ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ ὕστατη οὐσιαστικὴ ἀπόπειρα ἐκ μέρους τους ἦταν τὸ 1481, ὅταν ὁ Ἀνδρέας Παλαιολόγος μὲ μιὰ μικρὴ δύναμη, ἀποτελούμενη κυρίως ἀπὸ μισθοφόρους, στρατοπέδευσε στὸ Μπρίντιζι μὲ σκοπὸ νὰ πλεύσει ἀνατολικά. Δὲν ἀναχώρησε ποτὲ καί, ἐν τέλει, ἀναγκάστηκε νὰ πουλήσει τά δικαιώματα τῶν αὐτοκρατορικῶν του τίτλων δύο φορές, προκειμένου νὰ χρηματοδοτήσει νέες προσπάθειες, καταδικασμένες νὰ ἀποτύχουν. »Ἔκτοτε, ὁ ξένος παράγων ἀπέκτησε ἀναβαθμισμένο ρόλο, τόσο στὸ πραγματικὸ ὅσο καὶ στὸ φαντασιακὸ ἐπίπεδο. Ἕνα ἀπὸ τά πιὸ ἐνδιαφέροντα καὶ ξεχασμένα κείμενα αὐτῆς τῆς μετὰ-βυζαντινῆς περιόδου εἶναι ἕνα στιχούργημα τὸ ὁποῖο ἀποδίδεται μὲ σχετικὴ βεβαιότητα στὸν Ἰωάννη Ἀξαγιώλη, πρωτοκόμητα τῆς Κορώνῃς. Γραμμένο γύρω στὰ 1550, τὸ ἔργο εἶναι ἐπὶ τῆς οὐσίας μιὰ ἔκκληση πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, Κάρολο Ε’, νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγεσία μιᾶς σταυροφορίας μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Ἡ λογοτεχνικὴ ἀξία τοῦ ποιήματος εἶναι συζητήσιμη, μᾶς προσφέρει ὅμως μιὰ γραπτὴ μαρτυρία ἀπὸ μιὰ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα μεταβατικὴ περίοδο, ὅπου το Βυζάντιο δὲν ἦταν μιὰ μακρινὴ ἀνάμνηση καὶ ἡ μακραίωνη ὀθωμανικὴ κυριαρχία δὲν ἦταν δεδομένη. Πυρὴνας τῆς ἀφήγησης εἶναι τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἀψβούργου μονάρχη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη συγκρουστεῖ ἐπιτυχῶς μὲ τὸν σύγχρονό του Σουλτάνο, Σουλεϊμὰν Α’ τὸν μεγαλοπρεπῆ. Ἐπιπλέον, ὅμως, τὸ ποίημα ἔχει ἕναν προφητικό, ἀποκαλυπτικὸ σχεδὸν τόνο καὶ ἀνακυκλώνει μάλιστα ἕναν ἀπὸ τοὺς θρύλους τῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος θέλει θορυβημένους δερβίσηδες νὰ βεβαιώνουν πὼς ἄκουσαν ἀόρατες ψαλμῳδίες πρὸς τὴ Θεοτόκο στὴν – μετατραπεῖσα σὲ τζαμὶ – Ἁγία Σοφία. Plus ca change… »Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Ἀξαγιώλης καὶ ἄλλοι Ἕλληνες τῆς περιόδου δὲν εἰσακούστηκαν καὶ ὁ Κάρολος δὲν ἐκστράτευσε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἕναν περίπου αἰῶνα νωρίτερα, ὅμως, ἕνας ἄλλος εὐρωπαῖος ἡγεμόνας ἔφτασε πιὸ κοντὰ καί, μάλιστα, αὐτοβούλως. Στὶς 17 Φεβρουαρίου 1454 ἔλαβε χώρα στὴ Λὶλ τῆς σημερινῆς Γαλλίας ἕνα ἀξιοσημείωτο τελετουργικό. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ «δεῖπνο τοῦ φασιανοῦ», τὸ κύκνειο ᾆσμα τῆς ὕστερης μεσαιωνικῆς μυσταγωγίας. Τὸ ἐπίσημο αὐτὸ δεῖπνο διοργανώθηκε ἀπὸ τὸν Δοὺκα τῆς Βουργουνδίας, Φίλιππο Γ’, καὶ εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν ὀργάνωση μιᾶς σταυροφορίας γιὰ τὴν πρόσφατα χαμένη στοὺς Ὀθωμανοὺς Κωνσταντινούπολη. Διασῴζονται ἀρκετὲς διηγήσεις ποὺ μεταφέρουν μὲ λεπτομέρεια τὴ μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ χλιδὴ τῆς τελετῆς. Πλεῖστες ἦταν οἱ ἱστορικὲς ἀναφορὲς στὸν Ἡρακλῆ, στὸν Ἰάσονα καὶ στὸ χρυσόμαλλο δέρας, μὰ καὶ στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο. Ἠθοποιοί, μουσικοὶ θρῆνοι γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς «μητέρας ἐκκλησίας» καὶ μηχανικοὶ ἐλέφαντες συμπλήρωναν τὸ σκηνικό. Στὸ τέλος τοῦ δείπνου, οἱ εὐγενεῖς συνδαιτυμόνες ἔδωσαν ἕναν ὅρκο, τὸν «ὅρκο τοῦ φασιανοῦ», κατὰ παράδοση τῶν μεσαιωνικῶν ἰπποτικῶν μυθιστοριῶν καὶ τῶν ἀντίστοιχων ὅρκων σὲ πτηνά. Ὁρκίστηκαν νὰ ὀργανώσουν τὴν σταυροφορία γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴ Χριστιανοσύνη. Ἡ σταυροφορία δὲν ἔγινε ποτέ. »Ὁ ὁλλανδὸς στοχαστὴς Johan Huizinga στὸ βιβλίο του «Τὸ Φθινόπωρο τοῦ Μεσαίωνα» ἀναλύει τὸ «δεῖπνο τοῦ φασιανοῦ» ὡς μιὰ ἐκδήλωση παρακμῆς τοῦ ὕστερου δυτικοῦ μεσαίωνα. Διαβάζει σὲ αὐτὴ τὴ διεξοδικὴ τελετουργία ἕνα ἀμφίθυμο παιχνίδι, ὅπου οἱ ὅρκοι δὲν τηροῦνται μέν, ἀλλὰ ἐκφράζουν μιὰ εἰλικρινῆ προσκόλληση σὲ περασμένα ἱπποτικὰ ἰδανικά. Τὸ δεῖπνο εἶναι μιὰ ᾠδὴ στὸ τεχνητό, στὸ προσποιητό, προσεκτικὰ χορογραφημένη, ὅμως πρέπει νὰ τὴν πάρουμε στὰ σοβαρά, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ παριστάμενοι. Τέλος, γιὰ τὸν Huizinga, ὅλα αὐτὰ τά περίπλοκα παιχνίδια καὶ οἱ σύνθετες συνάξεις δὲν εἶναι παρὰ ἀπόπειρες διαφυγῆς ἀπὸ μία δυσοίωνη πραγματικότητα. »Ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς μιὰ ἀνάγνωση σὰν τοῦ Huizinga λείπει σήμερα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιστημονικὰ δὲν εἶναι καθολικὰ ἀποδεκτή. Προσωπικῶς, δὲν ἀναζητῶ μαθήματα στὴν Ἱστορία, τουλάχιστον ὄχι περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἀναζητῶ ἐνδιαφέρουσες ἱστορίες. Ἡ ἔλλειψη, ὅμως, ἱστορικῆς συνείδησης ἡ ὁποία συνοδεύει τὸν ἐθνικιστικὸ παροξυσμὸ τῆς τελευταίας περιόδου ὁμολογῶ πὼς μὲ φοβίζει. Δίνεται ἡ ἐντύπωση πὼς οἱ φαντασιώσεις ποὺ προαναφέραμε, αὐτὲς οἱ δικές μας ἀπόπειρες διαφυγῆς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἐπανέρχονται πλέον ἐκτός του ὅποιου ἱστορικοῦ περιεχομένου, ρεαλιστικοῦ ἢ καὶ φαντασιακοῦ ἀκόμη. Μιὰ ἀταβιστικὴ συνήθεια γιὰ τὸ δικό μας «φθινόπωρο» Ἀπέναντι στοὺς Ἑβραίους ὑπῆρχε τὸ 1948 ἕνας παρηκμασμένος ἀραβικὸς λαὸς ποὺ ὅπως ὁ ἑλλαδικὸς ἀνεπόλη τὶς παλαιὲς χαμένες δόξες. Ἀπέναντι στοὺς σημερινοὺς Γραικύλους -ἔτσι ὅπως τοὺς εἶχαν συναντήσει στὴν ἡπειρωτικὴ Ἑλλάδα οἱ Ῥωμαῖοι τοῦ 146 π.Χ. μέχρι σήμερα- ὑπῆρξαν οἱ Ῥωμηοὶ-Ῥωμαῖοι ποὺ ἔκτισαν τὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 330 μ.Χ., τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ νεκρανάστασις τῶν Ἑλλήνων μὲ φραγκικὲς βιταμῖνες τὸ 1821 ποὺ μᾶς κατήντησαν ἐφάμιλους τῶν Ἀράβων, δὲν ἐξαφάνισαν τοὺς Ῥωμηοὺς-Ῥωμαίους στὴν Κωνσταντινούπολι ποὺ σήμερα συνεχίζουν νὰ μάχονται κατὰ τῶν Φράγκων μὲ συγχρόνους Ῥωμηοὺς σουλτάνους ὅπως ὁ Ἔρντογαν. Ἡ Πόλις, ὡς βασιλίδα τῶν Πόλεων καὶ ὡς Νέα Ἱερουσαλὴμ εἶναι σήμερα σὲ καλὰ χέρια καὶ πάλι μὲ χρόνια καὶ καιροὺς πάλι δική μας θἆναι ὡς πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐγκαταλείποντας τὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Ἀγκύρας.