Μετὰ τὸ 1950 καὶ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου ἀφεθήκαμε στὶς ἀγκάλες τοῦ ΝΑΤΟ μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν καλοπέρασι. Σιγά, σιγὰ ἡ Τουρκία ἄρχισε νὰ ἀφυπνίζεται καὶ διαπιστώνοντας τὴν ἑλληνικὴ παρακμὴ μίας χώρας θατζήδων πλέον (τοῦ θά,θά,θά) ἡ ὄρεξί της ηὐξήθη. Ἐμεῖς κάθε φορά, μὲ ὑπεροπτικὸ τρόπο, δῆθεν ἀνωτέρου λαοῦ κατὰ δῆθεν κατωτέρου λαοῦ, δὲν ἐδεχόμεθα καμμία διαπραγμάτευσι καταφεύγοντας κάθε φορὰ στὸν συμμαχικὸ παράγοντα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐφθάσαμε κουτσουρεμένοι στὴν ἀπόλυτη ψυχικὴ παρακμή. Σὲ κάθε τουρκικὴ πρόκλησι ἀπαντούσαμε «ὄχι!» καταφεύγοντας στοὺς ἰσχυροὺς συμμάχους μας. Ἔτσι στὶς 6 Αὐγούστου 1976 ἐφθάσαμε στὸ «βυθίσατε τὸ Χόρα!» καὶ κατόπιν αὐτοῦ ξεβρακωθήκαμε. Ἔκτοτε ἐχρειάσθη νὰ ἀλλάξουμε πολλὰ ἐσώβρακα ποὺ μᾶς προσέφερε δωρεὰν τὸ ΝΑΤΟ γιὰ νὰ ξεβρακωνόμεθα περιοδικά. Πάντα μὲ τὸ ὑπεροπτικὸ «ὄχι» στὸ στόμα καὶ πάντα μὲ τὸ ἐπακόλουθο τῆς ἧττας. Ὁ στρατός μας, μετὰ τὴν φοβερὴ ἧττα ποὺ ὑπέστη κατόπιν τῆς πτώσεως τῆς ἑπταετοῦς της κυβερνήσεως, ἀγελαδοποιήθηκε σὲ στρατὸ συνταξιούχων μὴ τολμῶντας πλέον νὰ ῥίξῃ οὔτε βόλι καὶ σὲ κάθε κρίσι ἐπαίρναμε τηλέφωνο τὸ ΝΑΤΟ καὶ τὴν ΕΕ μὲ δουλικὸ αἴτημα βοηθείας. Τὰ συμμαχικὰ ἀφεντικά μας μὲ τὸν καιρὸ μᾶς εἶχαν μάθει καὶ πλέον μᾶς ἐκάλυπταν μὲ τὰ φτυσίματα τῆς περιφρονήσεώς τους. Ἡ ἀπάντησίς τους κάθε φορὰ στὸ τηλέφωνο ἦταν: «Βρῆτε τα μὲ τὴν τουρκικὴ πλευρά» καὶ ἐμεῖς ὡς σαλτιμπάγκοι ἐπαίζαμε διπλωματικὰ παιχνίδια ἐφ’ὅσον ὁ στρατός μας παρέμενε κοιμώμενος μὲ μόνο ὄνειρο τὴν σύνταξι. Καὶ ἐφθάσαμε στὸν Αὔγουστο 2020 ἐνώπιον τοῦ «Ὀροὺτς Ῥέϊς» ἔτοιμοι καὶ πάλι νὰ κατεβάσουμε τὸ βρακί μας. Διότι ἤδη ἐξεχάσθη ἡ ὀργή μας γιὰ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ἐκτὸς καὶ συμβῇ τὸ θαῦμα. Ἐσεῖς πιστεύετε στὰ θαύματα στὴν σημερινὴ χώρα τῶν θατζήδων ἤ «θὰ καὶ πάλι θά»;