Ο οξυδερκής Ιωάννης Μεταξάς και η παρ’ ολίγον εθνικομπολσεβικική κυβέρνηση του 1922 Στα τέλη Αυγούστου του 1922 η Μικρασιατική Εκστρατεία βρήκε την τραγική της κατάληξη με την διάσπαση του ελληνικού μετώπου. Επρόκειτο για μια ήττα που σήμαινε το τέλος ενός πολέμου αλλά και την εξαφάνιση του μικρασιατικού ελληνισμού. Εμπρός στην καταστροφή οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Την 27η Αυγούστου παραιτήθηκε η κυβέρνηση των Γούναρη-Στράτου. Ακολούθησε ο σχηματισμός μιας βραχύβιας κυβέρνησης υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις λίγες ημέρες που παρέμεινε ο Τριανταφυλλάκος στην εξουσία έλαβε χώρα η καταστροφή της Σμύρνης. Ήταν η 8η Σεπτεμβρίου του 1922. Δυο ημέρες αργότερα ξέσπασε το προσκείμενο στον Ελευθέριο Βενιζέλο πραξικόπημα των Πλαστήρα και Γονατά. Τις ίδιες ημέρες κρατούνταν στις φυλακές Συγγρού οκτώ πρωτοκλασάτοι κομμουνιστές. Συγκεκριμένα ήταν ο γραμματέας του ΣΕΚΕ Γιάννης Κορδάτος και οι σύντροφοί του Πετσόπουλος, Ευαγγέλου, Παπανικολάου, Σιδέρης, Γεωργιάδης, Αγγελής και Στράγγας. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε ότι τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν. Οι δυτικές δυνάμεις ήθελαν διακαώς την πολιτική του εξόντωση και οι φιλελεύθεροι του Βενιζέλου ήταν έτοιμοι να επιβάλλουν την γραμμή των δυτικών. Οι συντηρητικοί πολιτικοί που στήριζαν τον βασιλιά, υπό το βάρος της μικρασιατικής αποτυχίας, κατέρρεαν. Ο Κωνσταντίνος, όντας σε αδιέξοδο, αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Δηλαδή, να στραφεί στον εθνικιστή Ιωάννη Μεταξά. Την 12η Σεπτεμβρίου του 1922 κάλεσε τον Μεταξά και του ζήτησε να γίνει ο νέος πρωθυπουργός. Ο σοφός Μεταξάς αντιλήφθηκε ότι του δόθηκε η μοναδική ευκαιρία προκειμένου να επιβάλει έναν αντιφιλελεύθερο συνασπισμό εθνικιστών και σοσιαλιστών, για τον οποίο είχε εργαστεί ο θεωρητικός του ελληνικού εθνικισμού Ίων Δραγούμης. Στόχος του παραδοσιοκράτη Μεταξά ήταν να φράξει τον δρόμο προς την εξουσία στην παράταξη των φιλελευθέρων του Βενιζέλου, η οποία προσάρμοζε την ελληνική κοινωνία στα νεωτεριστικά μοτίβα του δυτικού καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Όπως έγραφε ο Ίων Δραγούμης, «ο βενιζελισμός είναι […]υλισμός, είναι επιτυχία με ταχυδακτυλουργία […] αρριβισμός, δημαγωγία. Ο βενιζελισμός είναι πασάλειμμα με σύγχρονες […] επιστημονικοφανείς ιδέες ευρωπαϊκές (του σύγχρονου δηλαδή ευρωπαϊκού πολιτισμού) […] σοβάντισμα πρόχειρο για να φαντάζει ο κακοχτισμένος τοίχος[…]. Στην ασύνειδη αντιπάθεια των λαϊκών ανθρώπων, των εργατικών, για το Βενιζελισμό βρίσκω περισσότερη αλήθεια γιατί εκεί λείπει το πολιτικό συμφέρο. Μολονότι και εκεί μπορεί να ενεργεί κάποιο συμφέρο, αλλά είναι συμφέρο πιο άμεσο, πιο καθαρό, το συμφέρο του ψωμιού, της ζωής, της αυτοσυντηρησίας. Ο βενιζελισμός είναι στήριγμα της κεφαλαιοκρατίας και της αστικής τάξης, του μπουρζουαζισμού[1].» Βασιζόμενος σε αυτές τις παραδοσιοκρατικές και ρομαντικά εθνικιστικές αρχές ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε στον βασιλιά Κωνσταντίνο ότι θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία μόνο αν συγκυβερνούσε με το τότε κομμουνιστικό κόμμα ΣΕΚΕ. Ο βασιλιάς, μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε. Μπορεί αυτό να ήταν ένα σενάριο που δεν αποτελούσε επιλογή του. Αντιλαμβανόταν, ωστόσο, πως ο έξυπνος Μεταξάς του είχε προσφέρει μια επιλογή η οποία και τις ιδεολογικές επιδιώξεις του μικρού κύκλου των εθνικιστών εκείνης της εποχής εξυπηρετούσε και στον ίδιο προσέφερε την πολιτειακή διάσωση του στέμματός του από τις μεθοδεύσεις των δυτικών. Στις 13 Σεπτεμβρίου έφτασε στις φυλακές Συγγρού ο διευθυντής της εφημερίδας «Αθηναϊκή», Όμηρος Ευελπίδης. Συνάντησε τον Κορδάτο και του μετέφερε το αίτημα του Μεταξά. Ο Κορδάτος υπήρξε πνευματικός άνθρωπος και πιστός στις ιδέες του. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα μάλλον έπραξε ένα ιστορικό λάθος. Από τους υπόλοιπους κομμουνιστές ο Ευαγγέλου πρότεινε να συζητήσουν με τον Μεταξά και έδειξε θετικός στην προοπτική μιας εθνιστικο-κομμουνιστικής κυβέρνησης. Ωστόσο η άρνηση του Κορδάτου και των άλλων συντρόφων του ήταν απόλυτη και αποτρεπτική.
Το κύριο αγκάθι για τους τότε κομμουνιστές δεν ήταν η συνεργασία με τους εθνικιστές. Ο Μεταξάς δεν είχε ακόμη γίνει κεντρικός αντίπαλος των κομμουνιστών ενώ ήταν ακόμη ζωντανή η επιρροή της στρατηγικής του Ίωνα Δραγούμη που είχε κερδίσει την εκτίμηση αρκετών σοσιαλιστών. Εκείνο που δεν μπορούσαν να δεχτούν τα μέλη του ΣΕΚΕ ήταν ότι θα στελέχωναν μια κυβέρνηση η οποία θα βοηθούσε την μοναρχία να επιβιώσει. Ο Μεταξάς επιχείρησε και ο ίδιος να μιλήσει με τον Κορδάτο. Έφτασε στις φυλακές και του πρότεινε δύο υπουργεία. Έδωσε μάλιστα στο ΣΕΚΕ το υπουργείο εσωτερικών, προκειμένου να αναλάβει εκείνο την προστασία της κυβέρνησης από το εν εξελίξει πραξικόπημα των φιλελευθέρων. Ο Κορδάτος όμως επέμεινε στην άρνηση του και ο Μεταξάς αποχώρησε. Λίγο αργότερα ενημέρωσε τον βασιλιά ότι αρνούνταν τελικά να αναλάβει την πρωθυπουργία.
Ένα αξίωμα που ανέλαβε, σαν σήμερα, δέκα τέσσερα χρόνια αργότερα, υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες, με τους εν Ελλάδι κομμουνιστές δέσμιους ισχυρών διεθνιστικών παραγόντων με παγκόσμια δυναμική και τους ανθρώπους του δυτικού κεφαλαίου να έχουν αλώσει κάθε σπιθαμή του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, μολονότι δυσαρέστησε πολλούς λόγω της αστυνομοκρατίας του πολιτεύματος της 4ης Αυγούστου και της αδυναμίας του να αποτινάξει την γεωπολιτική μας εξάρτηση από τις δυνάμεις του δυτικού κεφαλαίου, στον βαθμό που μπορούσε ο Μεταξάς επιχείρησε να οργανώσει ένα αληθινά εθνικό κράτος, προώθησε κάποιες φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις και υποστήριξε όσο κανείς πρωθυπουργός τον πνευματικό κόσμο της χώρας.
[1] ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ Στ’ (1918-1920), ΕΡΜΗΣ, Αθήνα 1987, σελ. 34.
ΤΟ ΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ
ΦΟΙΤΗΤΙΚΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας.
4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020