Ὁ Ῥουσσῶ ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται καλὸς καὶ μόνον ἡ κοινωνία τὸν διαφθείρει. Ἡ ζηλοτυπία μετατρέπεται σὲ ἔμμονο φθόνο ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐδιδάχθη νὰ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του. Μόνον ὁ ἐγωκεντρισμὸς καὶ ὄχι ἡ μετριοφροσύνη σοῦ δίδει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου καὶ ἔτσι δὲν ζηλεύεις τὸν ἄλλο, δὲν προσπαθεῖς ἀνεπιτυχῶς νὰ εἶσαι ὁ ἄλλος. Ὁ Χριστὸς ἐδήλωνε πὼς ἦτο ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ κάτι ποὺ οἱ ζηλότυποι φαρισαῖο θεωροῦσαν ὕβρι πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Αὐτὸ συνέβη σήμερα μὲ τὸ βιτριόλι ποὺ ἔριξε στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε ἀνεπιτυχῶς νὰ ὁμοιάσῃ ἄντὶ νὰ ὁμοιάσῃ ἐγωκεντρικὰ στὸν ἑαυτό του. Ἰδοὺ τὶ γράφει στὶς Ἐξομολογήσεις του ὁ Ῥουσσῶ, ἀπευθυνόμενος σὲ μερικοὺς ἀναγνῶστες τοῦ παρόντος ἱστολογίου: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι στην εκκλησία, όταν δεν ήξερα καλά την κατήχηση, τίποτα δεν με πείραζε τόσο πολύ όσο μια έκφραση στενοχώριας ή ταραχής στο πρόσωπο της δεσποινίδος Λαμπερσιέ· ήταν κάτι που μου στοίχιζε περισσότερο ακόμα κι από την ντροπή μου που είχα ρεζιλευτεί δημόσια γιατί, μ’όλο που ο έπαινος με άγγιζε ελάχιστα, το ντρόπιασμα με έκανε ράκος. Και πρέπει εδώ να πω ότι αυτό που με τρόμαζε δεν ήταν το ενδεχόμενο να με μαλώσει η δεσποινίς Λαμπερσιέ, αλλά ο φόβος μήπως τη στενοχώρησα. »Εφόσον η δεσποινίς Λαμπερσιέ μας φερόταν με μητρική στοργή, είχε πάνω μας και την ανάλογη εξουσία, η οποία της επέτρεπε να μας δίνει ακόμα και ένα χέρι ξύλο όταν μας χρειαζόταν. Ύστερα όμως από την πραγματοποίησή του, δεν τὸ βρήκα τόσο φοβερὸ όσο τὸ φανταζόμουν περιμένοντάς το. Αλλά το πιο περίεργο ήταν που η τιμωρία αυτή με έκανε να αγαπήσω περισσότερο εκείνη που μου την είχε επιβάλει. Χρειάστηκε μάλιστα όλη η ειλικρίνεια αυτής της αγάπης και όλη μου η φυσική καλοσύνη για να μην επιδιώξω την επανάληψή της κάνοντας κάτι που θα την επέσυρε πάνω μου· γιατί είχα βρει στον πόνο, ακόμα και στην ταπείνωση, κάτι ηδονικό, που δεν με άφησε βέβαια με το φόβο, αλλά μάλλον με τη λαχτάρα να το αισθανθώ ξανά από το ίδιο χέρι. Είναι ευνόητο ότι σε όλα αυτά λειτουργούσε κάποιος πρώιμος ερωτισμός, και συνεπώς η ίδια μεταχείριση εκ μέρους του αδελφού της δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστη. »Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι ένα αθώο ξύλο που έφαγα οχτώ χρονών από μια κοπέλα τριάντα θα καθόριζε διά βίου τα γούστα μου, τους πόθους μου, τα πάθη μου κι εμένα τον ίδιο, και μάλιστα σε μια κατεύθυνση εντελώς αντίθετη από εκείνη που θα είχα ακολουθήσει φυσιολογικά; Την ώρα ακριβώς που ξυπνούσαν οι αισθήσεις μου, ο ερωτισμός μου παραπλανήθηκε τόσο πολύ, ώστε περιορίστηκε σ’ αυτό που είχε βιώσει, και δεν διανοήθηκε ποτέ να αναζητήσει οτιδήποτε άλλο. »Ακόμα και μετά την εφηβεία, η περίεργη αυτή επιθυμία, η οποία ήταν πάντα παρούσα και έφθανε τα όρια της διαστροφής, τα όρια της μανίας, διατήρησε ακέραια τα χρηστά μου ήθη, μολονότι θα έπρεπε να τα είχε διαφθείρει. »Αν υπάρχει ηθική και αυστηρή ανατροφή, είναι οπωσδήποτε η δική μου. Οι τρεις θείες μου δεν είχαν μόνο υποδειγματικό ήθος, αλλά και μια ευπρέπεια που οι γυναίκες έχουν χάσει προ πολλού· ο πατέρας μου, ευδαιμονιστής μεν και κατακτητής, αλλά της παλιάς σχολής, δεν πρόφερε ποτέ μπροστά σε γυναίκες, και ιδιαίτερα σ’ εκείνες που του άρεσαν, λόγια που θα έκαναν μια παρθένα να κοκκινίσει· και ελάχιστες οικογένειες τήρησαν ποτέ τόσο ευλαβικά τον σεβασμό που οφείλεται στα παιδιά. Στο σπίτι του κυρίου Λαμπερσιέ δεν έδιναν λιγότερη σημασία σ’ αυτό το θέμα. Κάποτε μάλιστα έδιωξαν μια θαυμάσια υπηρέτρια για μια πονηρή κουβέντα που είχε ξεστομίσει μπροστά μας. Όχι μόνο δεν είχα, ώς την εφηβεία μου, καμιά ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με την ερωτική επαφή, αλλά και η συγκεχυμένη εντύπωση που είχα δεν πήρε ποτέ στο μυαλό μου μια όψη που να μην ήταν αηδής και αποκρουστική. Οι κοινές γυναίκες μού προκαλούσαν μια φρίκη η οποία δεν με εγκατέλειψε ποτέ· δεν μπορούσα να δω έναν έκδοτο άνθρωπο χωρίς να αισθανθώ περιφρόνηση, ή ακόμα και τρόμο. Η αποστροφή μου για την ακολασία είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις από την ημέρα που, πηγαίνοντας στο Πετί Σακονέ από μια στενοποριά, είδα κάτι σπηλιές στις δύο πλευρές του δρόμου και μου είπαν πως μέσα εκεί ζευγάρωναν οι άνθρωποι. Τα όσα είχα δει από το ζευγάρωμα των σκύλων μού έρχονταν λοιπόν πάντα στο νου όταν σκεφτόμουν τα άλλα ζευγαρώματα, και στην ανάμνηση και μόνο αυτού του θεάματος μου γύριζε το στομάχι. »Οι προκαταλήψεις της ανατροφής μου, που αρκούσαν και μόνες τους για να καθυστερήσουν τις πρώτες εκρήξεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, υποβοηθήθηκαν, όπως εξήγησα, από την εκτροπή στην οποία με οδήγησαν οι πρώτες νύξεις της λαγνείας. »Μην μπορώντας να διανοηθώ κάτι άλλο απ’ αυτό που είχα ζήσει, παρ’ όλη την πίεση των πολύ ασφυκτικών ήδη εξάψεων, έστρεφα μοιραία τις επιθυμίες μου στο είδος της ηδονής που είχα γνωρίσει και δεν έφτανα ποτέ σ’ εκείνο που μου είχαν καταστήσει ειδεχθές, και το οποίο δεν απείχε διόλου από το άλλο, χωρίς όμως εγώ να έχω την παραμικρή υπόνοια γι’ αυτό. Στις τρελές φαντασιώσεις μου, στις παράφορες ερωτικές μου εξάρσεις, στα αλλόκοτα πράγματα στα οποία με εξωθούσαν καμιά φορά, ανέτρεχα με τη φαντασία μου στη βοήθεια του άλλου φύλου, χωρίς να μου περνάει ποτέ από το νου πως προσφερόταν για οποιαδήποτε άλλη χρήση πέρα από εκείνη για την οποία τόσο διακαώς το προόριζα. »Έτσι λοιπόν έφτασα, έχοντας μια φύση πολύ φλογερή, πολύ αισθησιακή και με πολύ πρόωρη ανάπτυξη, να περάσω τα εφηβικά μου χρόνια χωρίς να έχω γνωρίσει, χωρίς να έχω καν επιθυμήσει, καμιά άλλη ερωτική απόλαυση πέρα από εκείνη που εν πάση αθωότητι μου είχε προσφέρει η δεσποινίς Λαμπερσιέ. »Αλλά και όταν τελικά τα χρόνια με έκαναν άνδρα, αυτό που με συγκράτησε και πάλι ήταν το ίδιο πάθος που θα μπορούσε να με είχε καταστρέψει. Οι παλιές παιδικές μου επιθυμίες, αντί να εξαφανιστούν τώρα πια, δέθηκαν τόσο στενά με τις καινούργιες, ώστε δεν μπόρεσα ποτέ μου να τις ξεχωρίσω από τους πόθους που μου άναβαν οι αισθήσεις. Και η μανία μου αυτή, σε συνδυασμό με τη φυσική μου συστολή, με έκανε πάντα ελάχιστα τολμηρό με τις γυναίκες· γιατί δεν τολμούσα να τα πω όλα, ούτε μπορούσα να τα έχω όλα, αφού το είδος της απόλαυσης που επιζητούσα, και του οποίου το άλλο ήταν για μένα απλώς η κατάληξη, δεν ήταν δυνατόν να υποκλαπεί από εκείνον που το ήθελε ούτε να προβλεφθεί από εκείνη που μπορούσε να το προσφέρει. »Πέρασα λοιπόν τη ζωή μου διάπυρος και βουβός μπροστά στις γυναίκες που λαχταρούσα. Μην τολμώντας ποτέ να εξομολογηθώ το πάθος μου, το διασκέδαζα τουλάχιστον με σχέσεις που μου υπέθαλπαν αυτή την αίσθηση. Το να πέφτω στα πόδια μιας δεσποτικής γυναίκας, να υπακούω στις διαταγές της, να εκλιπαρώ τη συγγνώμη της, αποτελούσαν για μένα γλυκύτατες απολαύσεις· και όσο περισσότερο η ζωηρή φαντασία μου διέγειρε τις αισθήσεις μου, τόσο περισσότερο φερόμουν σαν ντροπαλός ερωτευμένος. Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό το είδος ερωτοτροπίας δεν οδηγεί σε ραγδαίες εξελίξεις, ούτε και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την τιμή εκείνης στην οποία απευθύνεται. »Λίγες λοιπόν ήταν οι φορές που έκανα μια γυναίκα δική μου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν χόρτασα την ερωτική ηδονή με τον δικό μου τρόπο, δηλαδή με τη φαντασία μου. Ιδού λοιπόν πώς ο ερωτισμός μου, σε συνδυασμό με τον συνεσταλμένο χαρακτήρα μου και τη ρομαντική μου φύση, διαφύλαξαν τα αισθήματά μου αγνά και τα ήθη μου άμεμπτα, χάρη σ’ εκείνο ακριβώς το πάθος το οποίο, με λίγη περισσότερη τόλμη, θα με είχε βυθίσει ίσως στην πιο κτηνώδη ακολασία. »Εκεί σήμανε το τέλος της γαλήνιας παιδικής μου ζωής. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε η ανέφελη ευτυχία που ήξερα· και ακόμα και σήμερα έχω την αίσθηση πως η ανάμνηση της μαγείας των παιδικών μου χρόνων σταματάει εδώ. Μείναμε ακόμα λίγους μήνες στο Μποσσέ. Ζούσαμε όπως λένε ότι ζούσε ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν ακόμα στον επίγειο παράδεισο αλλά χωρίς να τον απολαμβάνει πια. Φαινομενικά ήταν η ίδια κατάσταση, αλλά στην ουσία μια εντελώς άλλη ζωή. Η αγάπη, ο σεβασμός, η οικειότητα, η εμπιστοσύνη δεν έδεναν πια τους μαθητές με τους δασκάλους τους· δεν τους βλέπαμε πια σαν θεούς που διάβαζαν τα φύλλα της καρδιάς μας». [πηγή: Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, τ. Α’, Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σ. 18-24]