567 –Τὸ καταραμένο «θά» ποὺ κατέστρεψε τὴν φυλή μας

Θατζῆς δὲν εἶμαι σὰν τὸν δήμαρχό μου. Ἕλλην εἶμαι. Κάποιος φίλος πρὸ ἐτῶν ποὺ ἐγνώριζε μοῦ εἶπε: λάθος στὰ ἑλληνικὰ εἶναι νὰ λές, ὅπως ὅλοι μας, «θὰ πρέπει», παρὰ μόνον «πρέπει» στὸ αὔριο ὅπως καὶ στὸ σήμερα, διαφορετικὰ γράφεις «θὰ πρέπῃ», κάτι ποὺ εἶναι ἀνορθόγραφο. Τὸ ἐφιλοσόφησα. Ἄνοιξα τὸ ἐτυμολογικὸ λεξικό καὶ τὶ διαβάζω; Στὰ ἀρχαιοελληνικά, ὅταν εἴμεθα Ἕλληνες καὶ ὄχι Γραικύλοι, τὸ μόριο «θά» δὲν ὑπῆρχε. Στὸ Βυζάντιο ὅμως εἰσῆλθε μὲ τὸ γραικυλικὸ ψυχολογικὸ στοιχεῖο. Διαβάζω: «θά: στὴν μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ τὸ θά – θένα – θέλει ἵνα. Στὴν ἑλληνιστικὴ κοινὴ «θέλω ἵνα», «θέλω γιὰ νά». Δηλαδὴ τὸ «θά» στὸ σήμερα, ὄχι στὸ αὔριο. Ἀλλὰ ἀργότερα ὑπερίσχυσε πλήρως τὸ γραικυλικὸ στοιχεῖο τῆς ἀναποτελεσματικότητος. Σήμερα λοιπόν ἔχουμε τὰ «θά» τοῦ κοιμωμένου δημάρχου: Σκοτώνεται νὰ ἐκλεγῇ ὁ δήμαρχος, παίρνει μισθὸ καὶ μετὰ κάααθεται καὶ λέγει: Τὸ «θά», 1. Χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸν σχηματισμὸ τῶν ῥηματικών τύπων ποὺ περιγράφουν μία πράξι ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ στὸ μέλλον: αὔριο τὸ πρωὶ θὰ πάω στὴν τράπεζα (στιγμιαῖος μέλλων): σίγουρα γιὰ νὰ τσεπώσω. Ὅλο τὸ τριήμερο θὰ διαβάζω (ἐξακολουθητικὸς μέλλων): σίγουρα ποτέ. Σε δέκα μέρες θὰ έχω τελειώσει τὴν εργασία (συντελεσμένος μέλλων): ἔ ὄχι καὶ κορόϊδο, τόσο γρήγορα. 2. Χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸν σχηματισμὸ τῶν ῥηματικῶν τύπων ποὺ περιγράφουν κάτι πιθανό, δυνατὸ ἤ μὴ πραγματικό: Εἶναι πολὺ σκεφτικός, ἄρα θὰ πρέπει νὰ συμβαίνῃ κάτι σοβαρό (: κάτι πιθανό): δὲ βαριέσαι λέγει ὁ δήμαρχος. Παρακαλῶ, θὰ μοῦ δώσετε λίγη προσοχή; (κάτι δυνατό): ὄχι βέβαια. Ἄν εἶχα διαβάσει, θὰ εἶχα γράψει καλύτερα (κάτι μὴ πραγματικό): μὰ τὸ διάβασμα εἶναι ἄγνωστο γι αὐτόν. 3. Βαρέθηκα τὰ θὰ σου (μόνο στὸν πληθυντικό) : τὶς ὑποσχέσεις τοῦ δημάρχου. (Βικιπαιδεία) Κάποτε λοιπὸν θὰ ἀνατεἰλῃ ὁ ἡλιος ἐδῶ καὶ τώρα. Μέχρι τότε τὸν δήμαρχο μὴν τὸν ξυπνᾶτε.