Ἡ σημερινὴ πανδημία ξεγύμνωσε τὸ γελοῖο ἑλληνικὸ κρατίδιο μπανανία, ὡς Μπαχάμες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ποὺ τὸ μόνο ποὺ δύναται νὰ προσφέρῃ εἶναι μία «ἐθνικὴ βιομηχανία»(!) θαλάσσης καὶ καζινῶν. Μοναδικὴ γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἀδιέξοδο εἶναι ἑμφάνισις αἱρετικοῦ ἡγέτου ὁλκῆς. Ἀλλὰ τὶ ἐννοοῦμε μὲ αἵρεσιν; Ὁ πρῶτος αἱρετικὸς εἶναι ὁ Χριστὸς ἐφ’ὅσον ὡς Θεός γιὰ νὰ δημιουργήσῃς δηλαδὴ να ποιήσῃς, ὡς ποιητής, πρέπει νὰ ἀμφισβητήσῃς τὰ κεκτημένα. Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἐξ ὁρισμοῦ αἱρετικὸς ἐφ’ὅσον ὡς ἑβραῖος στὸ θρήσκευμα ἠμφισβήτησε τὰ κεκτημένα τοῦ ἑβραϊσμοῦ τῶν Φαρισαίων. Ὁ αἱρετικὸς εἶναι πέραν τοῦ ἀναρχικοῦ διότι ἀμφισβητεῖ καὶ τὴν ἔλλειψι ἀρχῆς, ἑφ’ ὅσον ὁ Θεὸς ὡς ἄναρχος ξεπερνᾷ καὶ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἀμφισβήτησι τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι, ὁ Ῥένος Ἀποστολίδης ὑπῆρξε μεγαλοφυῶς ἀναρχικὸς ἀλλὰ οἱ Καβάφης καὶ Παπαδιαμάντης, μὴ τηρῶντας τοῦς κανόνες τῆς γλώσσης ποὺ ἐπεβάλλοντο ἀπὸ τοὺς γλωσσολόγους καὶ λοιποὺς φιλολόγους ἀρχαιολάτρες, καθαρευουσιάνους, δημοτικιστὲς ἤ νεοελληνιστές, ὑπῆρξαν αἱρετικοί. Ὁ αἱρετικὸς δὲν εἶναι οὔτε ἀτομιστὴς οὔτε ἀλληλεγυηστής, οὔτε κομματιστής, οὔτε παλαιοημερολογίτης οὔτε νεοημερολογίτης, οὔτε ἀναρχικὸς οὔτε κρατιστής, οὔτε ἄθεος οὔτε πιστός. Εἶναι θεὸς καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸ πλῆθος ὄχι μὲ τὴν λογικὴ ἀλλὰ μὲ τὴν διαίσθησι. Τὸν ἀναρχικὸ τὸν καταλαβαίνεις, εἴτε συμφωνεῖς εἴτε ὄχι. Καλύπτει τοὺς τοίχους τῶν πόλεων μὲ τὸ Ἄλφα μέσα σὲ Κύκλο, δηλαδὴ τὸ σύμβολο τοῦ ἀναρχικοῦ Προυντὸν χωρὶς Ἀρχή, ἀλλὰ μὲ Ὀργάνωσι. Τὸν αἱρετικὸ δὲν τὸν καταλαβαίνεις. Εἶναι μοναδικός. Ἐκεῖ ποὺ πᾶς νὰ τὸν καταλάβῃς σοῦ ξεφεύγει καὶ σὲ ἀφήνει σὲ θολὰ νερά. Ὁ Ῥουσσὼ κάθε φορὰ ποὺ δηλώνει κάτι καὶ ποὺ ὁ κόσμος κατόπιν προσπαθειῶν ἀποφαίνεται πὼς τὸν ἐκατάλαβε, αἰφνιδίως δηλώνει: «Νομίζετε πὼς δὲν ἀγαπῶ τὶς γυναῖκες; Λάθος κάνετε: τὶς λατρεύω!» Ὁ Ῥουσσὼ ἀπεβίωσε τὸ 1778 καὶ ἡ ἐπανάστασις, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1789, ἔγινε βασισμένη στὶς ἰδέες του. Ποῖες ὅμως ἰδέες; Ἀριστεροὶ καὶ δεξιοί, κομμουνιστὲς, φασιστὲς καὶ φιλελεύθεροι ἐπαναστάτησαν βασισμένοι στὸ ἴδιο ῥουσσωϊκὸ ὑπόβαθρο ἰδεῶν. Ἀποτέλεσμα: ἀκόμη καὶ σήμερα (1778-2020) οὐδεὶς καταλαβαίνει τὶ ἤθελε πραγματικὰ νὰ εἰπῇ: θεϊκὸ χάος. Ὁ αἱρετικὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς διαφορετικὸς διότι ὁ διαφορετικὸς ἐντάσσεται στὴν λογικὴ κάποιας κοινωνίας. Ὁ αἱρετικὸς ὡς ὁ Θεὸς δὲν ἐντάσσεται σὲ καμμία κοινωνία τὴν ὁποίαν ὅμως δημιουργεῖ ἀδιακόπως. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ αἱρετικοῦ. Ἑβραῖος φαρισαῖος, στὴν ὁδὸ τῆς Δαμασκοῦ ἐγνώρισε, μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀποκάλυψι, τὴν κρίσι τοῦ αἰρετικοῦ ποὺ ἐδοκίμασε 18 αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ῥουσσώ., ὁ ὁποῖος περιέγραψε τὴν ἰδική του ὁδὸ τῆς Δαμασκοῦ ποὺ ἀπὸ ἀναγνωρισμένο μέλος τοῦ γαλλικοῦ φαρισαϊκοῦ κατεστημένου ἐξωβελίσθη ἀμέσως ἀπὸ αὐτὸ, πίπτωντας στὴν ἀφάνεια ὡς αἱρετικός. Γράφει λοιπὸν ὁ Ῥουσσὼ στὶς «Ἐξομολογήσεις» του: «Τὸ καλοκαίρι τοῦ ἔτους αὐτοῦ τοῦ 1749…μιὰν ἡμέρα, ἐπῆρα τὸ Mercure de France [μηνιαία παρισινὴ ἐφημερὶς τοῦ Ὀκτωβρίου 1749] καὶ ἐνῷ κατηυθυνόμουν [πρὸς τὸ πάρκο τῆς Vincennes στὸ Παρίσι] καὶ τὴν ἐξεφύλλιζα, ἔπεσα ἐπάνω σὲ τούτην τὴν ἐρώτησιν ποὺ εἶχε προτείνει ἡ Ἀκαδημία τῆς Dijon γιὰ τὸ βραβεῖο τοῦ ἑπομένου ἔτους: «Ἐὰν ἡ πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν συνετέλεσε στὴν διαφθορὰ ἤ στὸν ἐξαγνισμὸ τῶν ἠθῶν». Μόλις τὴν ἐδιάβασα εἶδα ἕναν ἄλλο κόσμο καὶ ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος… Φθάνοντας στὶς Vincennes ηὑρισκόμουν εἰς τέτοιαν ἀναταραχὴν ποὺ παραληροῦσα. Ὁ Ντιντερὸ τὸ ἀντελήφθη. Τοῦ ἐξήγησα τὴν αἰτία καὶ τοῦ ἐδιάβασα [ἕνα κομμάτι]…ποὺ εἶχα γράψει μὲ τὸ μολύβι κάτω ἀπὸ τὴν βελανιδιά. Μὲ προέτρεψε νὰ δώσω ἔκτασι στὶς ἰδέες μου καὶ νὰ πάρω μέρος στὸν διαγωνισμό. Τὸ ἔκαμα καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἤμουν χαμένος. Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ζωή μου καὶ οἱ συμφορές μου ὑπῆρξαν τὸ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς τρελλῆς στιγμῆς», δηλαδὴ τῆς στιγμῆς ποὺ ἀποφασίζει νὰ κόψῃ τὸ νῆμα ποὺ τὸν συνέδεε μέχρι τότε μὲ τὶς ἰδέες τοῦ κατεστημένου. Καὶ συνεχίζει: «Ἠτοίμασα αὐτὴν τὴν πραγματεία μὲ πολὺ περίεργο τρόπο, ποὺ ἠκολούθησα σχεδὸν πάντα καὶ στὰ ἄλλα μου συγγράμματα. Τῆς ἀφιέρωσα τὶς ἀϋπνίες μου… Διελογιζόμουν ἐπάνω στὸ κρεβάτι μου μὲ κλειστὰ μάτια». Ὁ Ῥουσσώ, τὸ 1749, ἦταν 37 ἐτῶν, ὅταν αἰφνιδίως διέκοψε τὶς σχέσεις του μὲ τὸ κατεστημένο. Ἐπειδὴ ἐγὼ ὅλη μου τὴν ζωὴ ἠσθάνθην ὅτι μὲ ἐκατοίκη τὸ πνεῦμα τοῦ Ῥουσσὼ ὡς ἴνδαλμά μου, ἤμουν 31 ἐτῶν τὸ 1966, ὅταν αἰφνιδίως διέκοψα κάθε σχέσι μὲ τὸ ἑλληνικὸ κατεστημένο. Μέχρι τότε ἤμουν τὸ χρυσὸ παιδὶ τοῦ Συγκροτήματος Λαμπράκη ποὺ ἐδημοσίευε στὶς πρῶτες σελίδες τοῦ «Βήματος» κάθε μου γραπτὸ καὶ κάθε μου δημοσία δραστηριότητα. Ἔγραφε ὁ Ῥουσσώ: «Δὲν εἶχα πάντα τὴν εὐτυχία νὰ σκέπτομαι ὅπως σήμερα, διότι εἶχα γοητευθῆ ἐπὶ μακρὸν ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις τοῦ αἰῶνος μου, ἔπαιρνα τὴν μελέτη ὡς τὴν μόνη ἀξιοπρεπῆ ἀπασχόλησι ἑνὸς διανοουμένου, ἔβλεπα τὴν ἐπιστήμη μὲ σεβασμὸ καὶ τοὺς ἐπστήμονες μὲ θαυμασμό… Ἐχρειάσθη πολλὴν σκέψιν… γιὰ νὰ ἐξουδετερώσω μέσα μου τὴν αὐταπάτη ὅλης αὐτῆς τῆς μάταιης πομπώδους ἐπιστήμης»(«Narcisse»,πρόλογος, 1753).