552 -ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΕΘΑ ΛΑΟΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στὴν διάρκεια τῆς μακρόχρονης ζωῆς μου ἐπανειλημμένως διεπίστωσα ὅτι ἀναμφισβητήτως εἴμεθα ἕνας λαὸς ποιητῶν, εἴτε δημοσιεύονται τὰ ποιήματά μας εἴτε ὄχι, εἴτε λαμβάνωμε τὸ βραβεῖο Νομπὲλ Λογοτεχνίας εἴτε ὄχι. Γιατὶ ὅμως; Ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ 146 π.Χ. εἴμεθα ὁ πεπτωκὼς περιούσιος λαὸς τῆς γῆς, ἀπὸ τότε ποὺ οἱ Ῥωμαῖοι μᾶς ἀπεκάλεσαν περιφρονητικὰ καὶ δικαιολογημένα γραικύλους. Εἴμεθα ποιητὲς στὴν ἀπελπισία μας ἀναπολῶντας τὸν χαμένο παράδεισο. Δέσμιοι τοῦ βασιλέως τῆς Γῆς, τοῦ Ἑωσφόρου, καταναλώνουμε τὴν εὐφυΐα μας στὴν πονηριά. Οὔτε ἥρως δὲν μᾶς σώζει. Μόνον τὸ βλέμμα ἑνὸς ἀθώου παιδιοῦ στὰ μάτια τοῦ ἐπανελθόντος Χριστοῦ δύναται νὰ μᾶς καθαρίσῃ ἀπὸ τὴν μόλυνσι. Ἄννεμ-μάννα: ἀναζητῶντας ὡς ὀρφανὰ τὴν χαμένη παναγιά μας.