485 – Ἑλληνικὴ θρησκεία καὶ χριστιανισμός: Γιὰ μία έπαναφορὰ τῆς ἑλληνικῆς συνθετικῆς πίστεως

Ἄν καὶ οἱ χριστιανοὶ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἀπηγόρευσαν τὴν ἑλληνικὴ θρησκεία ποὺ ἐξεφράζετο στὰ Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος στὰ ὁποῖα ἦταν μυημένος ὁ Πλάτων, τὰ μυστήρια αὐτὰ τοῦ Διονύσου ὄχι μόνον παρέμειναν στὸν ΙΕ΄αἰῶνα μέσῳ τοῦ Πλήθωνος στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ὡς ζωντανὴ θρησκεία καὶ ὄχι ὡς εἰδωλολατρική, ἀλλὰ ἐξηγοῦν γιατὶ ὁ Χριστός-Διόνυσος παραμένει ἡ βάσις τῆς ἑλληνικῆς συμπαντικῆς πίστεως ποὺ ἐξηπλώθη ἀπὸ τὴν Ἰνδία μέχρι καὶ τὴν Δύσι. Ἡ παιδιάστικη προσπάθεια Ἑλλήνων ἐθνικιστῶν νὰ ἀποδείξουν πὼς ὁ Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος εἶχε ἑλληνικὸ καὶ ὄχι ἑβραϊκὸ αἷμα ὁμοιάζει περίπου μὲ τὴν προσπάθεια Ἰνδῶν ἐθνικιστῶν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ Διόνυσος, ὡς Δίας τῆς πόλεως Νύσσης, στὴν Βόρειο Ἰνδία, εἶχε ἰνδικὸ καὶ ὄχι ἑλληνικὸ αἷμα. Ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἠσπάσθησαν τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὸν διέδωσαν συμπαντικὰ αὐτὸ ὀφείλεται ἀκριβῶς στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, μεταφέροντας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰάκχου (ὄνομα τοῦ Διονύσου ὡς υἱὸς τοῦ Θεοῦ Διός, τοῦ Διο-Νύσσης). Γι’αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανικὲς πράξεις ὀνομάζονται Μυστήρια. Ἀπόδειξις γιὰ τὰ παραπάνω εἶναι ὅτι τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς θείας κοινωνίας-μεταλήψεως, ἡ προσευχὴ στὴν θεία λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ ὅσους θὰ μεταλάβουν, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ στὴν μύησι τοῦ πιστοῦ ὅταν εἰσέρχεται στὸν χῶρο τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων φορῶντας τὸν εἰδικὸ χιτῶνα, δίδοντας ὄρκο νὰ μὴν ἀποκαλύψουν τὸ μυστικὸ στοὺς ἀπίστους τοῦ Χριστοῦ-Ἰάκχου. Πράγματι, ἰδοὺ τὰ λόγια ποὺ λέγει κάθε χριστιανὸς ἐν τῇ Ἐκκλησία, προτοῦ λάβῃ τὴν θεία κοινωνία ἀπὸ τὸν ἱερέα: «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτὼν μὲ ἐλέγχει ὅτι οὔκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων…οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω». Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ Πλήθων-Γεμιστός, τὸ 1452, ὁ πιστὸς μαθητής του, μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων (1403-1472), κατόπιν καρδινάλιος στὸ Βατικανό, στὴν συλλυπητήρια ἐπιστολή του στοὺς υἱοὺς τοῦ Πλήθωνος, εἶχε γράψει: «Βησσαρίων, καρδινάλιος, πρὸς Δημήτριον καὶ Ἀνδρόνικον, υἱοὺς τοῦ σοφοῦ Γεμιστοῦ, χαίρετε. Ἔμαθα πὼς ὁ κοινὸς μας πατὴρ καὶ διδάσκαλος παρέδωσε κάθε γήϊνο στοιχεῖο καὶ ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς, στὴν μακαρία κατοικία γιὰ νὰ χορεύσῃ τὸν μυστικὸ Ἴακχο [ὄνομα τοῦ Διονύσου καὶ τοῦ σχετικοῦ ὕμνου τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων] μἐ τοὺς Ὀλυμπίους Θεούς». (Βλέπε τὸ σχετικὸ ἄρθρο μου, «Ἀπὸ τὴν φρατρία τῶν Ἑλλήνων στοὺς Πανέλληνες τοῦ Μυστρᾶ», Ἐνδιάμεση Περιοχή, τριμηνιαῖο περιοδικό, τεῦχος 73, Φθινόπωρο 2014). Ἀντὶ νὰ καταναλώνουν τὶς προσπάθειές τους οἱ ἀρχαιολάτρες γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦτο Ἕλλην ἄν καὶ θρησκείας ἑβραϊκῆς, καλύτερα νὰ ἀναρωτηθοῦν γιατὶ κανένα ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ κείμενα δὲν εἶναι γραμμένο στὰ ἑβραϊκά, θρησκευτικὴ γλῶσσα τῆς ἑβραϊκῆς θρησκείας, ἀλλὰ εἶναι στὰ ἑλληνικά. Ἐπιπροσθέτως, γιατὶ τὰ κείμενα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ καταδικάζουν τὴν ἑλληνικὴ διαλεκτικὴ ὡς φιλοσοφία καὶ ὄχι θεολογία, βρίθουν σὲ κάθε παράγραφο ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ σκέψι. Ἰδοὺ ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα στὸ τὸ ὁποῖο ὁ κάθε χριστιανός, καὶ ὁ πλέον ἀδιάβαστος, εἶναι μυημένος: Ὅταν στὴν ἐκκλησία ἀκούει τὸν ἱερέα ποὺ ἐτοιμάζει τὴν θεία κοινωνία νὰ λέγῃ: «Μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος. Ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος, καὶ μηδέποτε δαπανώμενος». Ὁ μαρξισμός-λενινισμός ὡς ἑλληνικὴ φιλοσοφία-θρησκεία, ποὺ ἀντικαθιστᾷ τὴν Ὀρθοδοξία, βασίζεται στὸν ἑλληνιστὴ τοῦ ΙΗ΄αἰῶνος Ἕγελο ποὺ ἐπανέφερε τὴν ἑλληνικὴ διαλεκτικὴ καὶ ἐξύμνησε τὴν χρησιμοποίησι τῆς διαλεκτικῆς ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὀρθοδοξία. Ὁ Λένιν λοιπὸν γράφει τὸ 1904, στὸ πόνημά του, Ἕνα βῆμα μπρός, δύο βήματα πίσω, ὅτι ὁ ἐπιστημονικὸς σοσιαλισμὸς ἐπῆρε τὴν ἑλληνικὴ διαλεκτικὴ μέσῳ τοῦ Ἑγέλου καὶ τὴν ἔκαμε κεντρική μέθοδο σκέψεως (σ. 279). Ὁ ἑλληνισμὸς λοιπὸν εἶναι ἡ συμπαντικὴ σκέψις. Δυστυχῶς οἱ Γραικύλοι τὸν ὑποβιβάζουν διαμελίζοντάς τον σὲ φραγκικὴ διχαστὴ σκέψι. Ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία στὴν Ὀρθοδοξία ἡ ὁδὸς εἶναι βασιλικὴ καὶ μονόδρομος.