Ἡ Ἑλλὰς περιμένει τὸν ἥρωα ποὺ κατὰ τὸν Thomas Carlyle (1795-1881) εἶναι ὁ μοναδικὸς ἄξιος ἀπόλυτος ἡγέτης: «Ἀνακαλύψατε σὲ οἱαδήποτε χώρα τὸν ἱκανώτερο ἄνθρωπο. Ἀνυψώσατέ τον στὴν ὑπερτάτη θέσι καὶ εὐλαβήσατέ τον πιστά. Ἔτσι θὰ ἔχετε μίαν τελείαν κυβερνησιν. Κάλπες, βουλευτικὴ εὐγλωττία, ψηφοφορία, οἰκοδομὴ συντάγματος ἤ ἄλλοι μηχανισμοί, οὔτε κατὰ κεραίαν δὲν δύνανται νὰ τὴν βελτιώσουν. Εἶναι τὸ τέλειο κράτος, μία ἰδανικὴ χώρα».(βλ. τὸ βιβλίο μου, Περὶ Ἡρώων, Ἐκδόσεις Ἡρόδοτος). Ὅλες οἱ θρησκεῖες τῆς Ἐνδιαμέσου Περιοχῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ σχέσι θεϊκῆς τιμωρίας καὶ ἀγάπης, θυμοῦ Μωϋσέως καὶ ἀγάπης Χριστοῦ. Δὲν νοεῖται ἀγάπη χωρὶς τιμωρία, σταυρὸ χωρὶς ξῖφος, στὸν ἰουδαϊσμό, τὴν χριστιανοσύνη, τὸ ἰσλάμ, τὸν ἰνδουϊσμό, τὸν Κρίσνα χωρὶς τὴν Κάλι. Ἐξ οὗ καὶ ἡ νοσταλγία τοῦ χαμένου παραδείσου. Θέλοντας νὰ ἐκφράσω αὐτὴν νοσταλγία τοῦ χαμένου παραδείσου, ἔγραψα στὸ βραβευμένο μου βιβλίο (Α’ βραβεῖο ποιήσεως Ἀμπντὶ Ἰπεκτσί), Ὁ Ἄνδυς στὸν καιρὸ τῆς Καλῆς-ποίημα (Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1989) δηλαδὴ ἡ Ἀνατολή-Δύσις (Ἄνδυς), στὸν καιρὸ τῆς Κάλι (Καλή), τοὺς ἑξῆς στίχους γιὰ τὸν πρόγονό μου, τὸν γενάρχη τῶν Ἀγιαδῶν, Ἆγιδα Α΄, υἱὸ τοῦ Εὐρυσθένους (930-900 π.Χ.): «Νομαδικὲς φυλὲς ἀπ’τὴν Ἀνατολή – Θρονιάσαν στὸν Ταΰγετο οἱ θεοί – Ἄλογα, ἀλαλαγμοὶ καὶ φέρανε τὸν Ἆγι – Σπαρτιάτη βασιλιᾶ – Ὁ Ἆγις τὄχε μέτωπο τὸ βράχο τοῦ Καιάδα – Βράχος ὁ Ἆγις ὀρθωνόταν σὲ τρεῖς χιλιάδες μέτρα – Κι ἀγνάντευε τὴν ἀκροθαλασσιά – Ποὺ χάζευε στὴ Σκάλα – Πόσο ὁ κάμπος ταπεινὸς μπροστὰ στὰ κυπαρίσσια –Ποὺ πέφτανε κοτσίδες στὰ πλευρά – Τοῦ Ἆγι βασιλιᾶ – Πολεμιστὴς μὲ θεῖο βλέμμα – Στραμμένο στὴ γενέτειρα Ἀνατολή – Ἡ γῆ τοῦ Ἆγι ἀνάβλυζε ἐκκλησιές – Ἑπτὰ σημαδεμένες – Στὴ Λαοδίκεια, τὴ Φιλαδέλφεια, στὴν Ἔφεσο, τὴ Σμύρνη – Τὴν Πέργαμο, τὶς Σάρδεις κι ἀκόμα στὰ Θυάτειρα – Ἑπτὰ τῆς Ἀποκάλυψης, ἑπτὰ τοῦ Ἰωάννη – Ἑπτὰ οἱ φλόγες τῶν ματιῶν – Τοῦ Ἆγι βασιλιᾶ – Καὶ στὴν Τουρκιὰ καὶ τὸν Μοριά – Τὰ σπλάχνα του γεμάτα – Γῆς ὑγρῆς, ἀγάπης καρπερῆς –Μόνο λαλούδια πέφτανε στὸ βράχο τοῦ Καιάδα – Εὐσπλαχνικός, μεγάλος –Καὶ πέρασαν καὶ τρεῖς, καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια – Καὶ τὸν προσμέναν ἐκκλησιὲς ἑπτά – Ἐδῶ νὰ ξαναγεννηθῆ». Ὁ Μωϋσῆς, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, τιμωρία πρὸ τῆς ἀγάπης, στὸ ὄρος Σινᾶ παρέλαβε γιὰ τὸν λαό του ἀπὸ τὸν Θεὸ τὶς δέκα ἐντολές ἐπὶ μαρμάρου ἀλλὰ ὁ γραικυλικὸς λαός του ἐνόμισε ὅτι εἶχε ἀποβιώσει καὶ ἀνέγειρε ἀντ αὐτοῦ ἄγαλμα χρυσοῦ μόσχου.Τότε ὁ Μωὑσῆς ἔσπασε τὶς θεϊκὲς μαρμάρινες δέκα ἐντολὲς καὶ ἔσφαξε τοὺς ἀπίστους, ὅπως στὴν Γαλλία ἀργότερα τὴν Νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου. Σήμερα στὴν Ὁλλανδία δίδεται ὁ αὐτὸς ὅρκος: «Ὁρκίζομαι ὅτι θὰ κάνω ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ διατηρήσω καὶ ἐνισχύσω τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν τομέα τῶν χρηματοπιστωτικῶν ὑπηρεσιῶν. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθᾷ». Μὲ τὸ τρόπο αὐτὸ οἱ διοικήσεις τῶν ὁλλανδικῶν τραπεζῶν δεσμεύονται ἔναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων νὰ διαφυλάττουν τὴν πίστι, ὅρκο ποὺ δίδουν οἱ 90 χιλιάδες ὑπάλληλοί τους καὶ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ ἐγχώριοι γραικύλοι μας. Ναί, «ἡ άγάπη ἐπεκτείνει, τὸ μῖσος συρρικνώνει», ἀλλὰ μετὰ τὴν νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου. Περιμένοντας τὸν Ἥρωα. Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς!