Πάτερ μοῦ γράφεις: «Ἕνα ἁπλὸ εὐχαριστῶ διὰ τὴν ἐξομολόγησιν ποὺ μᾶς δείχνει καὶ μιὰ ἄλλη πλευρὰ τῆς προσωπικότητὸς σας κ. Καθηγητᾶ καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ὄχι ἐλάχιστοι, ἀλλὰ οὐδεὶς τῶν ἀκαδημαϊκῶν, προοδευτικῶν ἤ συντηρητικῶν θὰ τολμοῦσε νὰ κάνῃ κάτι τέτοιο. Προσπαθῶ νὰ ἀνιχνεύσω τὶς ψυχοϊστορικὲς αἰτίες ἐκείνης τῆς ἰσχυρῆς καὶ ἀκατάτακτης προσωπικότητος ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ᾖνε πολὺ πιὸ ἰσχυρὴ σήμερα. Καὶ παραγωγικὴ. Τὸ Ἔθνος καὶ οἱ γύρω λαοὶ γιὰ αἰῶνες θὰ μελετοῦν τὶς Ὑποθῆκες σας κι ἐκεῖ ποὺ θὰ αἰσθάνονται ὅτι σᾶς κατάλαβαν, νομίζω, θὰ πετοῦν τὴν σκυτάλη τῆς προσπαθείας των σὲ ἄλλους πιὸ πέρα, σὰν ἕνα κλειδωμένο μυστικὸ ποὺ οἱ ἑπόμενες γενιὲς θὰ πρέπει νὰ ξεκλειδώσουν μὲ τὸν δικὸ τους τρόπο. Κάτι παρόμοιο συνῄντησα μόνο σὲ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Σαοῦλ Λεβὶν πρὸς τὸν Ἰωσῆφ Γιαχοῦντα ποὺ κατέληγε ἑλληνιστὶ σὲ κεφαλογράμματη ἑλληνικὴ: ΄ΚΡΥΠΤΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΘΗΣΑΥΡΟΙΣ ΜΟΥ`, (Hebrew is Greek, Ὀξφόρδη 1982). Μοῦ θυμίζετε ἀκόμα κάτι ποὺ βίωσα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅταν δυὸ πράκτορες τῆς τότε ἀδόξου ΚΥΠ μὲ εἶχαν πάρει ΄κατὰ πόδα`. Κάποια στιγμὴ λοιπὸν, δὲν ἄντεξαν στὸ δρομολόγιο ποὺ ἔκανα ποδαριστὶ Βαρδάρη – Καλαμαργιὰ καὶ μοῦ λέει ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀγανακτισμένος: ΄Σταμάτα ῥὲ φῖλε. Μᾶς ξεποδάργιασες`. Σκέφτομαι δηλαδὴ ἐκεῖνον ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ Ὑμᾶς εἰς μίαν προσπάθειαν Μέτρου Κατανοῄσεως, κάπως ἔτσι θὰ αἰσθάνεται, ἀλλὰ ἐγὼ καὶ τότε περπατοῦσα καὶ τώρα εἶμαι ὁπαδὸς τῆς περιπατητικῆς Σχολῆς διότι ἐκεῖνος ὁ παλαβὸς ποὺ παιδιόθεν θαυμάζω ἔτσι ὁρίζει: μόνο οἱ σκέψεις ποὺ κάνουμε ὅταν περπατᾷμε, ἀξίζουν, Φρ. Νῇτσε. Καταστρέφων τὸν Λόγον, δέομαι τῷ Ὑψίστῳ ὅπως χορηγῇ Ὑμῖν Ὑγιείαν, Ῥώμην, Ἰσχύν, +Ἀπόστολος ἐν ὁδοιπόροις ἐλάχιστος τῷ Κυρίω». Ὁ λόγος σου εἶναι ἀριστοκρατικός, δηλαδὴ ἑλληνικὸς διότι χαρακτηρίζεται ἀπὸ γνώσι καὶ ἦθος καὶ τὸν διακρίνει ἀπὸ τὸν λόγο τῶν γραικύλων καὶ σὲ εὺχαριστῶ γι’αὐτό. Ὅταν οἱ θεοὶ κατηφόρισαν ἀπὸ τὸ διαστημοδρόμιο τοῦ Ὀλύμπου στοὺς κάμπους τῆς Θεσσαλίας γιὰ πρόσκαιρες ἐρωτικὲς περιπτύξεις μὲ τοὺς ἐκεῖ πυγμαίους, ἐγέννησαν μπαστάρδους ποὺ ὠνομάσθησαν γραικύλοι, οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν κατοίκων τὴς ἑλληνικῆς ῥεπούμπλικας. Μὲ τὸν καιρό, ὁ ἀριστοκρατικὸς Ἀριστοτέλης ἐξεπαίδευσε τὸν βασιλέα Ἀλέξανδρο καὶ τοῦ εἶπε: οἱ θεοὶ μετεκόμισαν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο τῆς Θεσσαλίας, πέραν καὶ ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας, σὲ ἄλλον τεράστιο διαστημοδρόμιο, στὸν Ὄλυμπο τῶν Ἱμαλαΐων, τὸ Ἵνδουκούς, τὴν Παραπάνησο (τὸν Παρνασσὸ τῶν Ἰνδιῶν). Ἐσὺ ὡς ἡμίθεος τοῦ Ὀλύμπου τρᾶβα ἀνατολικὰ νὰ τοὺς εὕρῃς. Καὶ ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος ἥνωσε τὸν χῶρο μεταξὺ τῶν δύο Παρνασσῶν, δηλαδὴ τὸν χῶρο τῶν λύκων (σύμβολο τῶν θεῶν), τοῦ τουρκικοῦ λύκου τοῦ Ἐργενεκῶνος στὶς Παραπανησᾶδες καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λύκου στὴν Λυκώρεια τοῦ Παρνασσοῦ καὶ πέραν αὐτοῦ στὴν χώρα τοῦ ἔργου τοῦ λύκου, τοῦ Λυκούργου, τὴν Λυκωνία-Λακωνία καὶ τὴν Λυκία. Οἱ ἕλληνες λύκοι-θεοί, ἐνθυμούμενοι τὴν ἐξωγήϊνη προέλευσί τους τὴν νύκτα, ὑπὸ τὸν κατάστερο οὐρανὸ, τεντώνουν τὸν λαιμό τους (τὸ ἐνθυμίσαι σίγουρα, υἱέ μου Ἆγι, ὑπὸ τὸ ἀστρικὸ στερέωμα τοῦ Ταϋγέτου) καὶ οὐρλίαζουν στὸν Σείριο, τὸ πλέον φωτεινὸ ἄστρο, στὸν ἀστερισμὸ τοῦ Μεγάλου Κυνός, ἀπὸ ὅπου ἀρχικῶς κατῆλθαν στὸν διαστημοδρόμιο τοῦ Ὀλύμπου. Ἔκτοτε, οἱ ἕλληνες θεοὶ, οἱ ὁποῖοι ἤδη, άπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου -πολὺ ἐνωρίτερον τοῦ Ἀλεξάνδρου- εἶχαν κατακτήσει ὅλη τὴν τεραστία κοιλάδα τοῦ Γάγγη ὐπὸ τὴν ὀνομασία Ἄριοι, δηλαδὴ οἱ ἀριστοκρατικοί, συνευρισκόμενοι εἰς γάμον μὲ τοὺς θνητοὺς τοῦ Γάγγη, ἐπεξέτειναν τὸν ἑλληνισμὸ σὲ σημεῖο ποὺ ὁ Πλούταρχος νὰ μᾶς πληροφορεῖ πὼς ὁ Γάγγης ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰνδοῦ καὶ τῆς νύμφης Καλαυρίας. Ὡς Ἄριοι δέ, στὴν ὁμηρικὴ ἐποχή, ἐπέβαλαν τὴν ἡρωλατρεία ὡς θρησκεία, καὶ ὅπως τὴν νότιο Ἰταλία καὶ Σικελία τὴν ἔλεγαν «Μεγάλη Ἑλλάδα», στὰ δυτικὰ τῆς Ἑλλάδος, ἔτσι ὠνόμαζαν τὴν Ἰνδία «Νέα Ἑλλάδα». Ἕνα ἰνδικὸ χρονικὸ κατέγραφε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἑξῆς φράσι: «Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ τύχουν σεβασμοῦ, ὅπως οἱ θεοί». Κατεβαίνοντας μέχρι τὰ νότια τῆς ἰνδικῆς χερσονήσου ἵδρυσαν τὴν Βομβάη ἐπὶ ἑπτὰ νήσων καὶ τὴν ὠνόμασαν Ἐπτανησία. Ἐνῷ λοιπὸν στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο εἶχαν παραμείνει μόνον οἱ πυγμαῖοι γραικύλοι, φορῶντας τὴν φουστανέλλα καὶ τὸ φέσι, ἐξαπαντῶντας ἀργότερα τὸν λόρδο Βύρωνα ποὺ τοὺς εἶχε πάρει γιὰ Ἕλληνες, βάσει μαρτυριῶν τοῦ Ἀλὶ πασᾶ, οἱ ἐξωγήϊνοι θεοὶ ὡς Ἄριοι ἐπεξετείνοντο ἐπὶ ὅλου τοῦ πλανήτου, μὲ Βοῦδδα καὶ Κονφούκιο, στήνοντας ναούς, παρθενῶνες καὶ καπιτόλια ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἕως τὴν Κίνα, μὲ γλῶσσα ἐρασμιακή, μὲ γνώσι ἑλληνική, ἀξεπέραστοι καὶ τέλειοι, πείθοντας τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη πὼς «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ [ἑλληνικός] Λόγος καὶ ὁ [ἑλληνικός] Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ [ἑλληνικός] Λόγος». Μὲ ἀποδείξεις καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐνδείξεις ὁ πλανήτης βοᾷ, «εἴμεθα ὅλοι Ἕλληνες» καὶ ὁ Θεὸς ἐνανθρωπίσθη ὡς Ἕλλην, ἀφήνοντας τοὺς Γραικύλους στοὺς πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου, στὰ κρύα τοῦ λουτροῦ, μὲ τὴν προσμονὴ τῶν Ἑλλήνων ἐπανόδου στὸν Σείριο.