Σχετικὰ μὲ τὴν πολιτικὴ τοῦ Γιώργου Ἀ. Παπανδρέου τοῦ Δημήτρη Κιτσίκη Τακτικοῦ μέλους τῆς Καναδικῆς Ἀκαδημίας Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀττάβας Ἐπιτίμου Προέδρου τοῦ “Ἱδρύματος Δημήτρη Κιτσίκη” ΝΠΔΔ ———————————————————————- τρίτο μάτι 193 – Σεπτέμβριος 2011, σσ. 24-30 ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Ο ΕΝΔΟΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΤΡΑΜΒΙΚΩΝ ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ Σὲ συνέχεια τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαγγέλη Βενιζέλου καὶ τῶν σοσιαλδημοκρατῶν “τραπεζικῶν” τοῦ Σόρος καὶ Στουρνάρα, ὁ Παυλόπουλος ἐξιφούλξησε κατὰ τῶν ὁλοκληρωτικῶν ὀπαδῶν “ἐργολάβων” τοῦ Τραμβίου ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν ἄμεση δημοκρατία μέσῳ δημοψηφισμάτων, μὲ ἀφορμὴ τὸν διαφαινόμενο κίνδυνο γιὰ τὴν παράταξί του ἀπὸ τὶς κινήσεις τοῦ Πάνου Καμμένου. Ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν παράταξι Καμμένου. Δημήτρης Κιτσίκης (ἀπὸ ἀνάρτησί μου στὸ facebook τῆς 17 Ὀκτωβρίου 2018) α) Ξεκαθάρισμα ἐννοιῶν Ὑποχρέωση τοῦ ἱστορικοῦ ἐπιστήμονος εἶναι νὰ ἐξηγήση πρωτίστως μὲ οὐδέτερο τρόπο τὰ κοινωνικὰ προβλήματα μέσα ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ μόνο μετὰ νὰ ἐκφέρῃ γνώμη, βασισμένη πάντα στὴν ἐπιστημονική του γνώση. Τὸ θέμα ποὺ παρουσιάζουμε ἐδῶ, περὶ δημοψηφίσματος, εἶναι μεγίστης σημασίας γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ τοῦ 2011, διότι καὶ οἱ δύο ἀντιμαχόμενες πλευρές, ὁ λαὸς καὶ ὁ πρωθυπουργὸς ἐπικαλοῦνται τὴν χρήση τοῦ δημοψηφίσματος, γιὰ νὰ κόψουν τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ νὰ προχωρήσουν, ὁ καθένας πρὸς τὴν ἰδική του κατεύθυνση. β) Ἀγανακτησμένοι καὶ ΓΑΠ Στὶς 26 Ἰουνίου 2011, οἱ Ἀγανακτησμένοι τῆς πλατείας Συντάγματος, ἐνώπιον τῆς ἑλληνικῆς Βουλῆς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν δικαιωματικὰ ὁ λαός, ἡ ῥωμαϊκὴ plebs (ὁ δῆμος), ἀπήτησαν τὴν διενέργεια δημοψηφίσματος, δηλαδὴ plebiscite (plebis= λαός καὶ scitum = διάταγμα). Νά ὅμως ποὺ ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη ἀποφαίνεται πὼς «οἱ δημοκρατίες ὅπως καὶ οἱ δικτατορίες χρησιμοποιοῦν δημοψηφίσματα» (www.wisegeek.com/what-is-a-plebiscite) καὶ δὲν ἀποκαλεῖ τὸ δημοψήφισμα πρὸς χάριν τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ συστήματος (κοινῶς δικτατορία) «ψευδοδημοψήφισμα». Μόνον μέσα ἀπὸ τὴν γνώση τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐχρησιμοποιήθη στὶς δυτικὲς κοινωνίες, ὑπάρχει τρόπος νὰ ἐννοήσουμε ἐπακριβῶς τί ἐννοοῦμε. Ὁ πρωθυπουργὸς Γιῶργος Ἀ. Παπανδρέου (ΓΑΠ) ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοενεφανίσθη στὴν πολιτικὴ ζωή, ἐξέφρασε τὴν προτίμησή του γιὰ τὰ δημοψηφίσματα σὲ σχέση μὲ τὶς βουλευτικὲς ἐκλογές. Ἀνερριχήθη στὴν ἡγεσία τοῦ ΠΑΣΟΚ μὲ δημοψήφισμα, ὅταν τὸ 2004, ὡς μοναδικὸς ὑποψήφιος ἐξελέγη πρόεδρος τοῦ κόμματος, «κατόπιν ἀμέσου συμμετοχῆς ἑνὸς ἑκατομμυρίου πολιτῶν, μελῶν καὶ φίλων», διότι τὸ δημοψήφισμα εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν ἔννοια τῆς «ἀμέσου δημοκρατίας». Στὶς 16 Ἰουλίου 2011, γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὁ ἑλληνικὸς τύπος, ὑπενθύμιζε τὴν σταθερὴ πρόθεση τοῦ ΓΑΠ νὰ διεξάγῃ δημοψήφισμα. Ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ Ἐλευθεροτυπία μὲ πηχαῖο πρωτοσέλιδο τίτλο, ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Ἡ κυβέρνηση σχεδιάζει τὸ δημοψήφισμα ποὺ ἔχει ἀνακοινώσει ὁ πρωθυπουργὸς ὅτι θὰ γίνῃ τὸ φθινόπωρο γιὰ θέματα πολιτικοῦ συστήματος καὶ ὀργάνωσης τοῦ κράτους». Ὅταν λέγεται ὅτι εἶναι «πρόθεση τῆς κυβερνήσεως» νὰ κάνῃ δημοψήφισμα ἐννοοῦμε στὴν πραγματικότητα «πρόθεση τοῦ ΓΑΠ στὴν κυβέρνηση τοῦ ὁποίου ἔχει παγιδεύσει τὸ ΠΑΣΟΚ», διότι, ἤδη ἀπὸ τὸ 2004, ὑπάρχει σαφῇ διάκριση ΓΑΠ καὶ ΠΑΣΟΚ. Οἱ ἀπαράτσικοι τοῦ κόμματος, μὲ κύριο ἐκπρόσωπο τὸν Εὐάγγελο Βενιζέλο, πάντοτε ἐπέμεναν καὶ συνεχίζουν νὰ ἐπιμένουν γιὰ ἐκλογές, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τὶς ἔχαναν καὶ ὅπως τὸ 2007, νὰ κατηγορήσουν τὸν ΓΑΠ ὡς ὑπεύθυνο τῆς ἥττας καὶ νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγεσία ὁ Βενιζέλος. Ἡ ἀντεπίθεση τοῦ ΓΑΠ, ὅταν στὰ πρόθυρα τῆς ψήφου στὴν Βουλὴ τοῦ «Μεσοπροθέσμου», ἠπειλήθη μὲ ἀνταρσία «σὰν τὰ Ἰουλιανὰ τοῦ 1965», μὲ πρωτεργάτη τὴν Βάσω Παπανδρέου καὶ κρυφὸ «Βροῦτο» τὸν Βενιζέλο, ἦταν νὰ ἐγκλωβήσῃ στὴν ἡγεσία τῆς κυβερνήσεως τὸν Βενιζέλο, ἀναβιβάζοντάς τον στὴν ἀντιπροεδρία καὶ δίδοντας του τὸ φοβερὰ φθοροποιὸ ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν, ἐνῷ ὡς εἰδικὸς τοῦ συνταγματικοῦ δικαίου ὁ τελευταῖος ἔχει ἀνεπαρκεῖς γνώσεις οἰκονομικῆς ἐπιστήμης. Ὁ πάντοτε ἀνυπόμονος νὰ ἀρπάξῃ τὴν ἐξουσία Βενιζέλος ἔπεσε στὴν παγίδα καὶ ἀπεδέχθη τὴν ἀναβάθμισή του κάνοντάς τὸν συνένοχο τοῦ ἀδιεξόδου. Τὸ ΠΑΣΟΚ ἦταν ἡ δημιουργία τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου καὶ ὁ ΓΑΠ ποτὲ δὲν ἠσθάνθη ἄνετα μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κόμμα. Χαρακτηριστικὴ ὑπῆρξε μία ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε, στὶς 20 Ἰουνίου 2011, ἕνας παλαιός του φίλος, ὁ καθηγητὴς Γιάννης Βαρουφάκης, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «’Αγαπητὲ Γιῶργο, λίγο μετὰ τὶς ἐκλογὲς τοῦ 2009 δήλωνες ὅτι «εἴμαστε ἀντιεξουσιαστὲς στὴν ἐξουσία». Ἡ πλειοψηφία τῶν ὑπουργῶν σου σὲ στραβοκοιτοῦσαν καὶ οἱ ἀντίπαλοί σου σὲ χλεύαζαν. Ἦσουν μόνος ἐκείνη τὴν στιγμή. Ὅμως, στὸ βαθμὸ ποὺ σὲ γνωρίζω, ἦσουν αὐθεντικός. Άπὸ τότε κύλησε πολὺ μολυσμένο νερὸ στὸ αὐλάκι… Ἔτσι ἤρθαμε στὸν Μάϊο τοῦ 2010 ὅπου σὲ περίμενε ἡ μεγαλύτερη ἀπόφαση ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ πάρει ἕλληνας πρωθυπουργὸς σὲ καιρὸ εἰρήνης…Θὰ σοὺ πῶ κάτι ποὺ θὰ ἀκουστεῖ ἴσως οὐτοπικό…Πάρε ἀπόψε τὸ βράδυ τὸ ποδήλατό σου, μόνος σου, καὶ κατέβα στὴν Πλατεῖα Συντάγματος. Ἐκεῖ, μπορεῖ νὰ σὲ γιουχάρουν στὴν ἀρχή, ἀλλὰ βλέποντάς σε μόνο καὶ ἀποφασισμένο, θὰ παραμερίσουν νὰ περάσεις. Ζῆτα τὸν λόγο καὶ μίλησε στὸν συγκεντρωμένο κόσμο… Ἀμέσως μετά, χαιρέτησε τὸν κόσμο καὶ κινήσου πρὸς τὸ ποδήλατό σου. Καὶ τότε, γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ καιρό, δὲν θὰ νοιώθεις μόνος σου. Ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ θὰ ἔχεις συμμετάσχει σὲ μία συγκλονιστικὴ στιγμὴ τῆς συμμετοχικῆς δημοκρατίας γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε πασχίσει μαζί, ξοδεύοντας μελάνι καὶ πολλὲς ὧρες συνεδριάσεων. Στὸ Σύνταγμα αὐτὲς τὶς μέρες μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε ἄμεση δημοκρατία –κάτι ποὺ ἀπαιτεῖ ὄχι μόνον συμμετοχικοὺς θεσμοὺς ἀλλὰ καὶ ἄσκηση ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας-ὅμως ἔχουμε μία ἀναβίωση τὴς ἀρχαίας ἀγορᾶς στὴν ὁποία ὁ ἀντιεξουσιαστὴς Γιῶργος θὰ ἔνιωθε σὰν στὸ σπίτι του». γ) Τὸ προτεινόμενο δημοψήφισμα τοῦ ΓΑΠ Τρία εἶναι τὰ βασικὰ μέτωπα ποὺ ἔχει ἀνοίξη ὁ ΓΑΠ: 1 -τὸ οἰκονομικό, βασιζόμενο στὸ δυτικὸ φιλελεύθερο πρότυπο καὶ ἰδιωτικὰ πανεπιστήμια, ποὺ συμπεριλαμβάνει τὴν πράσινη οἰκονομία καὶ τὴν ἐνεργειακὴ οἰκονομία μὲ τὸ πέρασμα διαφόρων ἀγωγῶν μέσῳ Ἑλλάδος καὶ τὶς ἔρευνες γιὰ ἀνακάλυψη ὑδραγανθράκων στὸ Ἰόνιο, τὴν Κρήτη, τὴν περιοχὴ μεταξὺ Κύπρου καὶ Ἰσραήλ, καὶ τέλος τὸ Αἰγαῖο. 2 – τὸ ἐξωτερικό, μὲ πρωταρχικὸ μέλημα τὴν ἑλληνοτουρκικὴ συνομοσπονδία ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν λύση τοῦ κυπριακοῦ μέσῳ ἑνὸς νέου σχεδίου Ἀννὰν καὶ τὴν παραμονὴ στὴν ἐξουσία τοῦ προέδρου Χριστόφια. 3 –τὸ θεσμικό, μὲ ἀλλαγὴ τοῦ πολιτικοῦ συστήματος στὴν κατεύθυνση προεδρικῆς συγκεντρωτικῆς δημοκρατίας. Καὶ στὰ τρία αὐτὰ μέτωπα ὁ ΓΑΠ ἔχει τὴν ἀμέριστη ὑποστήριξη τῶν ΗΠΑ καὶ τοῦ Ἰσραήλ. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς διακυβερνήσεώς του ἀπερροφήθησαν ἀπὸ τὴν χρηματοπιστωτικὴ κρίση, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ, σὲ ἀδιευκρίνιστο χρόνο, σὲ μία σχετικὴ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ μηχανισμὸ τῆς γερμανοκεντρικῆς ΕΕ, μία ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ εὐρὼ καὶ μία προσαρμογὴ σὲ κάποια μορφὴ νέου νομίσματος. Πράγματι, ἡ προγραμματιζόμενη ἑλληνοτουρκικὴ ἕνωση δὲν νοεῖται μὲ τὴν παραμονή μας στὸν σκληρὸ πυρῆνα τῆς ΕΕ καὶ τῆς ΟΝΕ, ἐφ’ὅσον ἡ Τουρκία δὲν εἶναι οὔτε προτίθεται νὰ γίνῃ μέλος. Παρὰ ταῦτα, σὲ καμμία στιγμὴ ὁ ΓΑΠ δὲν ἀμέλησε νὰ προωθήσῃ τὰ δύο ἄλλα μέτωπα. Πιστεύει μάλιστα ὅτι ἡ φοβερὴ οἰκονομικὴ κρίση τῆς χώρας διευκολύνει τὴν ἐπίτευξη τῶν δύο ἄλλων στόχων. Γὰ τὴν προώθηση τῆς ἑλληνοτουρκικῆς καὶ ἑλληνοϊσραηλινῆς φιλίας, μία ἀπελπιστικὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση ἀπορροφᾷ ὅλην τὴν προσοχὴ τοῦ ἕλληνος πολίτου ποὺ φημίζεται γιὰ τὴν ἀντιτουρκικὴ καὶ ἀντισιωνιστική του στάση, καὶ διευκολύνει τὶς κινήσεις τοῦ ΓΑΠ πρὸς τὴν άντίθετη κατεύθυνση ἀπὸ αὐτὴν τῆς κοινῆς γνώμης. Γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν θεσμῶν, ἡ πλήρης ἀπαξίωση τοῦ Κοινοβουλίου, τῶν κομμάτων, τοῦ πελατειακοῦ κράτους, τῆς γραφειοκρατίας, τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, τῶν κλειστῶν ἐπαγγελμάτων, τῶν ἰατρῶν, τῶν δικηγόρων, τῶν δικαστῶν καὶ αὐτὸ μὲ τὴν ἄθελη βοηθεία τοῦ κινήματος τῶν Ἀγανακτησμένων καὶ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἀπαξιωμένου κομματικοῦ μηχανισμοῦ τοῦ ΠΑΣΟΚ στὶς προθέσεις τοῦ ἀνατέλλοντος ἡγεμονικοῦ ἡγέτου ΓΑΠ ποὺ θὰ κατηγορεῖται ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ γιὰ δικτατορικὲς τάσεις, ὅλο αὐτὸ τὸ καταρρέον σάπιο οἰκοδόμημα θὰ ἐνισχύῃ τὸ ὅπλο τοῦ βοναπαρτικοῦ δημοψηφίσματος. Ἡ γενικευμένη ἄγνοια τοῦ δημοψηφισματικοῦ ὅπλου μέσα στὸ κοινὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ πιστευθῇ ὅτι ἠδύνατο ὁ ΓΑΠ νὰ θέσῃ ὡς ἐρώτημα στὸ δημοψήφισμά του τὴν ἀποδοχὴ ἤ ὄχι τοῦ μνημονίου! Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἕνα τέτοιο ἐρώτημα θὰ ἀντιστοιχοῦσε γιὰ τὸν ΓΑΠ μὲ αὐτοκτονία, ἐφ’ ὅσον φυσικὰ τοὐλάχιστὸν τὸ 80% θὰ ἐψήφιζε ὄχι στὸ μνημόνιο, εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἑλληνικὸ σύνταγμα δὲν ἐπιτρέπει δημοψήφισμα ἐπὶ οἰκονομικῶν θεμάτων, διότι ποῖος πολίτης θέλει νὰ πληρώνῃ φόρους ἤ νὰ πτωχεύη! Ὁ ἑλληνικὸς τύπος λοιπὸν διέβλεψε ὅτι τὸ προετοιμαζόμενο ἀπὸ καιρὸ παπανδρεϊκὸ δημοψήφισμα, ἴσως πρὸ τοῦ τέλους τοῦ 2011, καὶ πάντως μετὰ τὰ γενέθλια τοῦ ΠΑΣΟΚ, στὶς «3 Σεπτέμβρη», κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιχειρηθῇ «ἐπανάσταση» μέσα στὸ κόμμα, θὰ ἐπεκεντρώνετο στὴν ἀλλαγὴ τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, μὲ τὶς ἑξῆς κατευθύνσεις: καθιέρωση τοῦ θεσμοῦ συχνῶν δημοψηφισμάτων, ἄρση μονιμότητος τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, ἀξιοκρατία στὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, προώθηση τῶν νέων στὶς ἀποφάσεις, μείωση τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν προνομίων τῶν βουλευτῶν, μείωση τῆς ἐξουσίας τῶν κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ΠΑΣΟΚ δ) Οὐσία τοῦ βοναπαρτικοῦ δημοψηφίσματος Ἡ ἔννοια τοῦ λαϊκισμοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀπ’ εὐθείας σχέσεως τοῦ ἡγέτου μὲ τὸν λαό, τὴν πλέμπα, τὸ ὄχλο, τὸ ὑποβιβασμὸ τοῦ συνειδητοποιημένου πολίτου σὲ ψυχολογικὰ ἐξαρτημένο ζόμπι, προϋποθέτει προεργασία προγράμματος στὸ ὁποῖο τώρα καὶ ἑκατὸ χρόνια ἔχει γίνει ἐπιστήμη τοῦ ἐπηρεασμοῦ τοῦ κοινωνικοῦ ἀτόμου μέσῳ τῆς διαφημίσεως, τῆς προπαγάνδας, τῆς κοινωνικῆς ψυχολογίας, τοῦ ψυχολογικοῦ πολέμου καὶ διαφόρων παρεμφερῶν τεχνικῶν. Ἀκόμα στὴν ἀντιπροσωπευτικὴ δημοκρατία, ὅπου μεταξὺ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας παρεμβάλλονται βουλευτὲς οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονται κατόπιν πονηρῶν καὶ περιοδικῶν ἀνακατατάξεων ἐκλογικῶν περιφερειῶν (gerrymandering) σὲ συνεχεῖς μεταρρυθμίσεις ἐκλογικῶν νόμων πρὸς ὄφελος τοῦ κυβερνητικοῦ κόμματος, ὑπάρχει πλήρης ἐξάρτηση τοῦ λαοῦ στὸν κλοιὸ τῆς ἀστικῆς κοινοβουλευτικῆς δικτατορίας. Ἡ παρατήρηση: «καλὰ νὰ τὴν πάθετε. Δὲν εἴχατε παρὰ νὰ μὴν ἐκλέξετε αὐτὸ τὸ κόμμα», εἶναι τελείως θεωρητική, διότι στὸ προαναφερθὲν σύστημα ἐπηρεασμοῦ ὁ πολίτης ἔχει μετατραπῆ σὲ ζόμπι. Ἡ τεχνικὴ τοῦ βοναπαρτικοῦ δημοψηφίσματος βασίζεται στὴν ἐξεύρεση τῆς δημοψηφισματικῆς ἐρωτήσεως ἡ ὁποία θὰ ἀποκλείῃ τὴν ἀπόρριψή της. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα καὶ ἀρκετὸ καιρὸ εἰδικὸ παπανδρεϊκὸ ἐπιτελεῖο ἐπεξεργάζεται τὴν καλύτερη διατύπωση τῶν ἐρωτήσεων μὲ στόχο νὰ ἀποκλείσῃ ὅσο τὸ δυνατὸν τὴν καταψήφισή του. Συνηθίζεται νὰ λέγεται ὅτι οὐδεὶς χάνει δημοψήφισμα ἐκτὸς καὶ τὸ θελήσῃ ὅπως αὐτὸ συνέβῃ μὲ τὸν στρατηγὸ ντὲ Γκώλ, τὸ 1969. Καὶ πάλι ὅμως, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ καθ’ αὐτὸ δημοψήφισμα (plebiscite) ἀλλὰ γιὰ ρεφερέντουμ. ε) Διαφορὰ μεταξὺ ρεφερέντουμ καὶ δημοψηφίσματος Στὴν ῥωμαϊκὴ ἀρχαιότητα τὸ δημοψήφισμα ἦταν μία ἀπόφαση ποὺ ἔπαιρνε ὁ λαὸς σὲ λαϊκὲς συνελεύσεις, τὰ concilia plebis, θεσμὸς ὁ ὁποῖος καθιερώθη διὰ νόμου τὸ 287-286 π.Χ. Ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία, ὡς ἡγέτης, ἐζήτει ἀπὸ τὸν λαό νὰ ἀπαντήσῃ μὲ ἕνα «ναί» ἤ μὲ ἕνα «ὄχι» σὲ ἕνα κείμενο ποὺ εἶχε συγγράψει: 1 – γιὰ νὰ ἐπικυρώσῃ μία ἀπόφαση ἤ ἕνα πρόγραμμα, 2 – γιὰ νὰ ἀπολαύσῃ τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ λαοῦ, 3 – γιὰ νὰ νομιμοποιήσῃ ἕνα πραξικόπημα, 4 –γιὰ νὰ ἀποφασίσῃ τὴν προσάρτηση ἐδάφους στὸ ῥωμαϊκὸ κράτος. Συγκεκριμένα, τὸ δημοψήφισμα εἶχε ὡς στόχο τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἡγέτου. Ἐνῷ τὸ δημοψήφισμα παίζεται γύρω ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ ἡγέτου, τὸ ῥεφερέντουμ ἀφορᾷ ἕνα κείμενο νομοθετικὸ ἤ συνταγματικὸ ποὺ δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ἡγέτη, ἐκτὸς καὶ τὸ θελήσῃ ὁ ἴδιος ἡ ἡγέτης, ὁπότε ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἑνὸς ῥεφερέντουμ, ὁ ἡγέτης οὐσιαστικὰ κάνει δημοψήφισμα. Αὐτὸ ἔκαμε ὁ στρατηγὸς ντὲ Γκὼλ ποὺ στὶς 27 Ἀπριλίου 1969, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ στάση τοῦ λαοῦ του ποὺ τὸν εἶχε ἀποδοκιμάσει μὲ τὴν ἐξέγερση τοῦ Μάη 1968 , ἤθελε νὰ εὕρη μία εὐκαιρία νὰ ἀποχωρήση. Ἐζήτησε λοιπὸν τὴν ἔγκριση ἀπὸ τὸν γαλλικὸ λαὸ ἑνὸς ῥεφερέντουμ ποὺ εἶχε ὡς ἀντικείμενο σχετικὰ ἐπουσιώδη δύο θέματα: μία περιφερειακὴ διοικητικὴ μετταρρύθμιση καὶ μία μεταρρύθμιση τῆς Γερουσίας. Ἀπόδειξη ὅτι ὡς πρὸς στὸ σχῆμα ἐπρόκειτο γιὰ ῥεφερέντουμ καὶ ὄχι γιὰ δημοψήφισμα, ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κείμενο τῶν ἐρωτήσεων στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἀπαντηθῇ ἕνα ναὶ ἤ ἕνα ὄχι, ἐκάλυπτε ἕξη μεγάλες παραγράφους καὶ μία πυκνογραμμένη ὁλόκληρη σελίδα. Καὶ τὰ δύο θέματα ἦσαν τελείως ἀποστασιοποιημένα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ντὲ Γκώλ. Τὸ πρῶτο προέβλεπε τὴν αὔξηση τῆς ἐξουσίας τῶν περιφερειῶν, περίπου στὸ πνεῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ Καλλικράτη τοῦ 2010. Τὸ δεύτερο προέβλεπε τὴν μείωση τῶν ἐξουσιῶν τῆς Γερουσίας, ποὺ οὕτως ἤ ἄλλως εἶχε περιορισμένες ἐξουσίες, ἰδίως συμβουλευτικές. Οὔτε τὸ πρῶτο θέμα, οὔτε τὸ δεύτερο δὲν ἐνδιέφερε οὐσιαστικὰ τὸν γαλλικὸ λαό. Ἀλλὰ ἐνῷ ἐπρόκειτο γιὰ ῥεφερέντουμ, ὁ ντὲ Γκὼλ τὸ μετέτρεψε στὴν ἀντίληψη τοῦ λαοῦ, σὲ δημοψήφισμα ὡς πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἐπειδὴ προανήγγειλε ὅτι ἐὰν κατεψηφίζετο (καὶ κατεψηφίσθη μὲ σχετικὰ ὀλίγες ψήφους διαφορά: 52,41% ὄχι ἔναντι 47,59% ναί) ἀμέσως θὰ παρητεῖτο, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀπεβίωνε δὲ ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ 1970. Καὶ κάτι ἄλλο: Εἶχε σαφῶς ἀφήσῃ νὰ ἐννοηθῇ ὅτι προσεπάθη νὰ περάσῃ διὰ τοῦ ῥεφερέντουμ δύο μεταρρυθμίσεις ποὺ προέβλεπε ὅτι θὰ κατεψηφίζοντο ἀπὸ τὴν Βουλή. Ἐγνώριζε δὲ ὅτι μέσα στὸ κόμμα του ὑπῆρχαν δελφῖνοι ποὺ τὸ ὑπονόμευαν καὶ ἐποφθαλμιοῦσαν τὴν θέση του. Ὁ πρωθυπουργός του, Γεώργιος Πομπιντού, ὡς ἄλλος Εὐάγγελος Βενιζέλος, ἐπέμενε γιὰ ἐκλογές, κάτι ποὺ εἶχε ἐπιτύχει νὰ ἐπιβάλῃ, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1968 καὶ νὰ κερδίσῃ, ἐπωφελούμενος τοῦ φόβου ποὺ εἶχε γεννήσει στὸν ἀστικὸ πληθυσμὸ ἡ βίαιη ἐξέγερση τοῦ Μάη 1968. Στὸ ῥεφερέντουμ (οὐσιατικὰ δημοψήφισμα) ὁ Πομπιντού-Βενιζέλος προανήγγειλε ὅτι ἐφ’ὅσον ὁ ντὲ Γκὼλ εἶχε δηλώσει ὅτι θὰ ἀπεχώρει ἐὰν τὸ ἔχανε, αὐτὸς θὰ ἔβαζε ὑποψηφιότητα γιὰ νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ στὴν ἡγεσία τῆς χώρας ὡς πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας (τὸ γαλλικὸ σύστημα ἦταν προεδρικό). Ἐπιπλέον, ὁ πρώην ὑπουργός του τῶν Οἰκονομικῶν, ὁ Βαλερὺ Ζισκὰρ ντ΄ Ἐσταὶν, ἄφηνε νὰ ἐννοηθῇ ὅτι αὐτὸς δὲν θὰ ἐψήφιζε ναί. στ) Τὸ δημοψήφισμα πάντα κερδίζεται Ἔτσι, ἐνῷ ἡ πεῖρα εἶχε ἀποδείξει ὅτι ἕνα δημοψήφισμα καλὰ προετοιμασμένο, δὲν ἐχάνετο ποτὲ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸ διενεργοῦσε, ὁ ντὲ Γκὼλ τὸ ἔχασε. Σημειωτέον ὅτι ἀπὸ τὸ 1958 καὶ τὴν ἄνοδό του στὴν ἐξουσία, ὁ ντὲ Γκὼλ εἶχε κάνει πέντε δημοψηφίσματα, τὰ ὁποῖα ὅλα τὰ εἶχε κερδίσει ἐκτὸς τοῦ τελευταίου, τὸ ὁποῖο καὶ αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε χάσει ἐὰν τὸ ἤθελε. Οἱ διάδοχοί του ἀπὸ τὸ 1972 ἕως τὸ 2005, ἔκαναν καὶ αὐτοὶ πέντε δημοψηφίσματα τὰ ὁποῖα ὅλα ἐκέρδισαν ἐκτὸς τοῦ τελευταίου, τὸ ὁποῖο ἦταν σαφῶς ῥεφερέντουμ διότι ἐζητεῖτο νὰ ἀποδεχθῇ ὁ λαὸς ἕνα συνταγματικὸ κείμενο, τὸ εὐρωπαϊκὸ Σύνταγμα. Παραλλήλως βλέπουμε ὅτι στὴν Ἑλλάδα διεξήχθησαν, στὸν Κ΄ (20ο) αἰῶνα ἑπτὰ δημοψηφίσματα (1920, 1924, 1935, 1946, 1968, 1973, 1974) τὰ ὁποῖα ὅλα ἐκερδίθησαν ἀπὸ τὸν πρωτεργάτη τους καὶ αὐτὸ διότι, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἦσαν νοθευμένα, εἴτε ἀναφανδὸν μὲ νοθεία ψήφων, εἴτε μὲ δημιουργία λαϊκῆς ψυχολογίας ποὺ ἔφερνε τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, ἀπὸ τὰ ἑπτὰ, τὰ τέσσερα ἐκατηγορήθησαν ὅτι ἦσαν νοθευμένα ἀπὸ τοὺς ἀντιφρονοῦντες καὶ συγκεκριμένα τὰ δημοψηφίσματα τοῦ 1924, τοῦ 1935, τοῦ 1968 καὶ τοῦ 1973. Τὰ δύο ἀλλὰ διεξήχθησαν σὲ περιόδους μεγάλης ἀναταραχῆς. Τὸ δημοψήφισμα τοῦ 1920 προεκηρύχθη ἀπὸ τοὺς φιλομοναρχικοὺς ἐν μέσῳ ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικάσει τὸν Βενιζέλο ὡς φιλοπόλεμο καὶ ἔτσι ἐπανέφεραν ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο. Τὸ δημοψήφισμα τοῦ 1974 ὠργανώθη ἀπὸ τὸν Καραμανλῆ, γιὰ τὴν ἐπανακατάργηση τῆς βασιλείας, ὁ ὁποῖος ἐφημίζετο μέχρι τότε ὅτι ἦταν φιλομοναρχικός. Στὸ δημοψήφισμα ὅμως αὐτὸ δὲν ἐπῆρε θέση ὑπὲρ τῆς βασιλείας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπηρεάσῃ ὑπὲρ τοῦ ναί, γιὰ κατάργηση τῆς βασιλείας, τοὺς ὁπαδούς του, πολλοὶ τῶν ὁποίων ἦσαν μοναρχικοί. Ὁ κανόνας ὅτι ὅποιος διοργανώνει αὐτούσιο δημοψήφισμα (καὶ ὄχι ῥεφερέντουμ) τὸ κερδίζει, ἔχει ἀποδειχθῆ εὐρέως στὴν παγκόσμια ἱστορία. Ὑπάρχουν ὅμως μερικὲς περίεργες ἐξαιρέσεις ὅπως τὰ δημοψηφίσματα ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Κεμπέκ. Δύο τέτοια δημοψηφίσματα διεξήχθησαν τὸ 1980 καὶ τὸ 1995 ἀλλὰ καὶ τὶς δύο φορὲς ἡ κυβέρνηση ποὺ τὰ διωργάνωσε δὲν ἠδυνήθη νὰ πιάσῃ τὴν πλεοψηφία. Γιατί, διότι ἡ ἐρώτηση ἦταν διφορούμενη. Καὶ ἐξηγούμεθα: Τὸ 1967, ὁ μετέπειτα
πρωθυπουργὸς τοῦ Κεμπέκ, ὁ Ρενὲ Λεβέκ (Rene Levesque, 1922-1987), ἵδρυε ἕνα πολιτικὸ κίνημα ποὺ ὠνόμασε Κυριαρχία-Συνεταιρισμός (MSA-Mouvement Souverainete-Association). Ἄν καὶ στὴν καθημερινότητα οἱ στόχοι τοῦ κινήματος ἐκλήφθησαν ὅτι ἦσαν ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀνεξαρτησίας, ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ ἦταν λανθασμένη, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ πρόταση τοῦ ντὲ Γκώλ, γιὰ τὴν θέση τῆς Γαλλίας στὴν Εὐρώπη εἶχε παρεμηνευθῆ διότι ἀντιστοιχοῦσε ἀκριβῶς μὲ τὴν θέση τοῦ Λεβὲκ γιὰ τὶς σχέσεις Κεμπέκ-Καναδᾶ. Ὁ ντὲ Γκὼλ ἦταν εὐρωπαϊστής, ὅπως ὁ Λεβὲκ ἦταν μὲ τὸν τρόπο του πανκαναδιστής. Ὁ ντὲ Γκὼλ ἔλεγε ὅτι στὴν σημερινὴ ἐποχὴ δὲν ἠδύνατο κανένα ἀνεξάρτητο κράτος νὰ εἶναι ἀπομονωμένο. Ἔπρεπε νὰ συνεταιρισθῇ σὲ ἕνα «μεγάλο σύνολο», μία συνομοσπονδία ἀνεξαρτήτων κρατῶν (καὶ ὄχι ὁμοσπονδία), τὴν «Εὐρώπη τῶν πατρίδων». Τὸ ἴδιο ἐσκέπτετο γιὰ τὸ δίπολο Κεμπὲκ-Καναδᾶς καὶ τὸ πνευματικὸ παιδὶ τοῦ ντὲ Γκὼλ ποὺ ἦταν ὁ Λεβέκ (ὅπως καὶ τὸ ἴδιο ἐσκέπτετο πάντα γιὰ τὴν συνομοσπονδία Ἑλλάδος-Τουρκίας, ἕνα ἄλλο πνευματικὸ παιδὶ τοῦ ντὲ Γκώλ, ὁ Δ. Κιτσίκης). Ἡ ἔννοια τῆς κυριαρχίας εἶχε λοιπὸν προτιμηθῆ ἀπὸ τὸν Λεβὲκ ἀπὸ τὴν λέξη ἀνεξαρτησία καὶ ἐπὶ πλέον, μὲ μία παῦλα εἶχε συνδέσει τὴν κυριαρχία μὲ τὴν λέξη συνεταιρισμός, δηλαδὴ συνεταιρισμὸς Κεμπὲκ-Καναδᾶ σὲ μία συνομοσπονδία. Πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶτο δημοψήφισμα, αὐτὸ τοῦ 1980, τὸ πρότυπο τῆς Κυριαρχίας-Συνεταιρισμοῦ, ὁ Λεβὲκ τὸ ἐπαρουσίασε στὸν λαὸ στὸ πολιτικὸ μανιφέστο τοῦ 1968 ποὺ ὠνομάσθη «Option Quebec» καὶ ποὺ ἐβασίζετο στὸ πρότυπο τῆς ΕΟΚ. Ἔκτοτε στὴν συνείδηση τῶν Κεμπεκουὰ τὸ μοντέλο αὐτὸ παρέμεινε διφορούμενο, καὶ οἱ περισσότεροι τὸ ἡρμήνευαν ἀπλουστευμένα ὡς πλήρη ἀνεξαρτησία. Οἱ Κεμπεκουὰ εἶχαν μία διχασμένη προσωπικότητα. Ἀπὸ τὴν μιὰ ἐπιθυμοῦσαν διακαῶς τὴν πλήρη ἀνεξηρτησία τῆς χώρας τους, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐφοβοῦντο ὅτι ἡ οἰκονομία ἑνὸς ἀνεξαρτήτου Κεμπὲκ, πλήρως ἀπομονωμένου, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπιβιώσῃ σὲ μία ἀγγλοσαξωνικὴ θάλασσα τῶν ΗΠΑ καὶ τοῦ ὑπολοίπου τοῦ Καναδᾶ. Τὸ δημοψήφισμα τοῦ 1980 ἔδωσε 40,44 ὑπὲρ τοῦ ναὶ καὶ 59,56 ὑπὲρ τοῦ ὄχι. Τὸ δημοψήφισμα τοῦ 1995 ἔδωσε 49,42% ὑπὲρ τοῦ ναὶ καὶ 50,58% ὑπὲρ τοῦ ὄχι. Ὑπάρχει λοιπὸν σαφὴς αὔξηση τῶν ναὶ μεταξὺ τῶν δύο δημοψηφισμάτων, ἀλλὰ ἡ μόνη ἐξήγηση ὅτι ἕνα δημοψήφισμα ποὺ ὀργανώνεται ἀπὸ τὴν κύβερνηση, δύο φορὲς ἀποτυγχάνει, εἶναι ὅτι ἡ ἐρώτηση εἶναι διφορούμενη. Τεραστία σημασία ἔχει λοιπόν, γιὰ νὰ κερδηθῇ ἕνα δημοψήφισμα, ἡ δημοψηφισματικὴ ἐρώτηση νὰ ἔχῃ καταλλήλως μελετηθῆ, γι’αὐτὸ καὶ ὁ ΓΑΠ ἔχει βάλει τώρα καὶ ἀρκετὸ καιρὸ εἰδικοὺς γιὰ νὰ συντάξουν τὶς καλύτερες δυνατὲς ἐρωτήσεις ποὺ θὰ ἐξασφαλίσουν τὸ ναί. ζ) Ἡ τεραστία σημασία τῆς ἐπιλογῆς τῆς συμφέρουσας δημοψηφισματικῆς ἐρωτήσεως Ἄς πάρουμε ἕνα ὑποθετικὸ παράδειγμα: ἐτοιμάζουμε πανελλαδικὸ δημοψήφισμα γιὰ τὴν πρόθεση τῆς κυβερνήσεως νὰ ἀλλάξῃ μὲ ἐλκυστικὸ χρῶμα ὅλες τὶς ὁδικὲς πινακίδες. Τὸ ἀποτέλεσμα προφανῶς θὰ ἔχῃ μεγάλο ποσοστὸ ἀποχῆς ἀλλὰ καὶ μεγάλο ποσοστὸ ἀποδοχῆς. Ἐὰν πάλι ὀργανώσουμε ἐθνικὸ δημοψήφισμα γιὰ τὴν περισυλλογὴ τῶν σκουπιδιῶν ὅλης τῆς χώρας σὲ ἕνα συγκεκριμένο μέρος τῆς Ἐπικρατείας, τὸ ποσοστὸ τῶν ναὶ θὰ εἶναι πολὺ ὑψηλὸ διότι ὅλοι ὅσοι δὲν κατοικοῦν στὴν ἐπιλεγμένη περιοχὴ θὰ ψηφίσουν ναί, γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν τὰ σκουπίδια καὶ μόνον ἡ μικρὴ μειοψηφία ποὺ κατοικεῖ στὰ πέριξ τοῦ ἐπιλεγμένου σκουπιδότοπου θὰ ψηφίσῃ ὄχι. Ἄς πάρουμε τώρα ἕνα πραγματικὸ παράδειγμα. Τὸ ἑλληνικὸ δημοψήφισμα τῆς 29 Ἰουλίου τοῦ 1973. Ὁ ψηφοφόρος ἔπρεπε νὰ ὑπερψηφίσῃ ἤ νὰ ἀπορρίψῃ τρεῖς ἐρωτήσεις, χωρὶς νὰ τὶς διαχωρίζῃ μεταξύ τους: 1 – Νὰ ἐγκριθῇ σχέδιο ψηφίσματος «περὶ τροποποιήσεως τοῦ ἀπὸ 15ης Νοεμβρίου 1968 Συντάγματος». 2 – Νὰ ἐγκριθῇ ἡ ἐκλογὴ προέδρου καὶ ἀντιπροέδρου Ἀβασιλεύτου Δημοκρατίας γιὰ θητεία 8 ἐτῶν. Στὴν περίπτωση αὐτή, πρόεδρος ἐκλέγεται ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος καὶ ἀντιπρόεδρος ὁ Ὀδυσσεὺς Ἀγγελῆς. 3 –Νὰ ἐγκριθῇ ἡ κατάργηση τῆς μοναρχίας ποὺ εἶχε ἀποφασίσει καὶ πραγματοποιήσει δύο μῆνες ἐνωρίτερα ἡ κυβέρνηση Παπαδοπούλου, ὅταν μὲ τὴν Συντακτικὴ Πράξη τῆς 1ης Ἰουνίου 1973, εἶχε ἐγκαθιδρύσει τὸ πολίτευμα τῆς προεδρικῆς κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας. Τώρα, ἐὰν ὁ ψηφοφόρος ἦταν ἀντιβασιλικός, θὰ ἐνέκρινε οὔτως ἤ ἄλλως τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ ἐτροποποίει τὸ προηγούμενο Σύνταγμα γιὰ νὰ περάσῃ ἡ χώρα στὴν Ἀβασίλευτη Δημοκρατία καὶ φυσικὰ θὰ ἐπικροτοῦσε καὶ τὸ τρίτο ἐρώτημα γιὰ τὴν κατάργηση τῆς μοναρχίας. Μεταξὺ τῶν δύο δελεαστικῶν ἐρωτήσεων τὸ καθεστὼς εἶχε τοποθετήσει τὴν ἐρώτηση ἀρ. 2 ποὺ εἶχε δύο σκέλη. Τὸ πρῶτο σκέλος ἔδενε μὲ τὶς δύο ἄλλες ἐρωτήσεις, ἐφ’ ὅσον ἡ κατάργηση τῆς μοναρχίας ὑποχρεωτικὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐκλογὴ προέδρου καὶ ἀντιπροέδρου ἀβασιλεύτου Δημοκρατίας. Τὸ δεύτερο σκέλος ἦταν τὸ πικρὸ κομμάτι τοῦ σάντουϊτς: πρόεδρος Παπαδόπουλος, ἀντιπρόεδρος Ἀγγελῆς. Τὸ δίλημμα τοῦ ἀντιπαπαδοπουλικοῦ ἀντιβασιλικοῦ ψηφοφόρου ἦταν ἤ νὰ ψηφίσῃ κατὰ -ὁπότε παρέμενε ἡ μοναρχία, ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδόπουλος- ἤ νὰ ὑπερψηφίσῃ τὸ δημοψήφισμα, ὁπότε τοὐλάχιστον θὰ κατηργεῖτο ἡ μοναρχία. Τὸ ἑπόμενο δημοψήφισμα τῆς 8ης Δεκεμβρίου 1974 ἀπέδειξε ὅτι ὑπῆρχε τότε πλειοψηφία κατὰ τῆς μοναρχίας. Συνεπῶς, καὶ χωρὶς νοθεία ὁ Παπαδόπουλος θὰ ἐκέρδιζε τὸ δημοψήφισμα. Ἴσως ὅμως ὁ ὑπερβολικός του φόβος μήπως τὸ χάσῃ, τὸν ἔσπρωξε σὲ μία πιθανὴ ἀλλὰ ἀχρείαστη νοθεία. Πάντως, ἐὰν συγκρίνουμε τὰ δύο δημοψηφίσματα τῶν 1973 καὶ 1974, γιὰ τὴν κατάργηση τῆς μοναρχίας, τὰ ἀποτελέσματα δὲν διαφέρουν πολύ. Ἐψηφίσαν τὸ 1973, 78,43% ὑπὲρ τοῦ ναί, καὶ τὸ 1974, 69,2% , ἐνῷ τὸ ὄχι ἔλαβε τὸ 1973, 21,57%, ἔναντι τοῦ 30,8% τὸ 1974. η) Τὸ βοναπαρτικοῦ τύπου δημοψήφισμα Ὁνομάζεται ἔτσι λόγῳ τοῦ δημοψηφίσματος ποὺ ἐπέτρεψε τὴν ἄνοδο στὴν ἐξουσία τοῦ Ναπολέοντος Γ΄. Καὶ ἰδοὺ ἡ σχετικὴ ἱστορία: Ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ναπολέοντος, Λουδοβῖκος-Ναπολέων (1808-1873) ἐμεγάλωσε πολιτικὸς ἐξόριστος στὴν Ἑλβετία ἀπὸ ἡλικίας 9 ἐτῶν, δηλαδὴ στὴ πατρίδα τοῦ Ῥουσσὼ, μὲ ἀπαγόρευση νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Γαλλία. Ἔγινε δέ, τὸ 1832, ἑλβετὸς πολίτης, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε γίνει σοσιαλιστὴς καὶ ἀφοῦ ἔδρασε στὴν Ἰταλία στὴν μυστικὴ ἐπαναστατικὴ ὀργάνωση τῆς Καρμποναρίας, παρακλάδι τῆς μασονίας, ποὺ προωθοῦσε τὶς φιλελεύθερες ἰδέες τοῦ ἀστικοῦ καπιταλισμοῦ. Ἤδη ὁ θεῖος του, ὁ μέγας Ναπολέων, ὅταν ἦταν ἀκόμη ὁ ἀξιωματικὸς Βοναπάρτης καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Νότιο Γαλλία, τὸ 1793 στὴν Τουλώνη, ἦταν ὁπαδὸς τοῦ Ῥοβεσπιέρρου, συνεπῶς ῥουσσωϊκός. Θεῖος καὶ ἀνεψιὸς ἦσαν ποτισμένοι μὲ τὴν ῥουσσωϊκὴ θεωρία τῆς ἀμέσου δημοκρατίας. Πράγματι, ὁ Ῥουσσὼ ἦταν ἀντίθετος μὲ τὴν θεωρία τοῦ Μοντεσκιὲ διαχωρισμοῦ τῶν τριῶν ἐξουσιῶν, τῆς ἐκτελεστικῆς, νομοθετικῆς καὶ δικαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἔγινε ἡ βάση τὴς φιλελεύθερης καπιταλιστικῆς δημοκρατίας. Ἤθελε, γιὰ νὰ μὴν κατακερματίζεται ἡ ἐξουσία, νὰ συγκεντρώνεται ὁλόκληρη στὰ χέρια τῆς μίας καὶ μόνης ἑνότητος, τὴν ἀποκαλουμένη ἀπὸ αὐτὸν «γενικὴ θέληση» (volonte generale). Αὐτὸς ὁ μονάρχης ἦταν ὁ λαὸς. Ἡ ἔννοια τοῦ λαοῦ δὲν ἦταν τὸ σύνολο τῶν ἀτόμων μίας κοινωνίας. Ἦταν μία ἀφηρημένη ἔννοια τοῦ βασιλέους-λαοῦ, διότι Ἡ «κυριαρχία εἶναι ἀδιαίρετη», ἔγραφε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ῥουσσὼ ποτὲ δὲν ἐτοποθετήθη κατὰ τῆς ἰδέας τῆς μοναρχίας, ποτὲ δὲν ἐπῆρε θέση ὑπὲρ τῆς Ἀβασιλεύτου Δημοκρατίας. Αὐτὸς ὁ μονάρχης ἠδύνατο φυσικὰ νὰ εἶναι καὶ ὁ Καλβῖνος, ὀ ἁπόλυτος θρησκευτικὸς ἡγέτης τῆς Δημοκρατίας τῆς Γενεύης. Ὁ ἡγέτης ὅμως αὐτὸς τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ λαϊκοῦ κράτους, συγκεντρώνει ὅλες τὶς ἐξουσίες ἐπειδὴ εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀντανάκλαση τοῦ λαοῦ στὸν καθρέπτη. Ἔτσι καὶ οἱ δύο Ναπολέοντες ἦσαν λαϊκοὶ μονάρχες, ὅπως θὰ ἠδύνατο νὰ εἶχε γίνει «μονάρχης» ὁ Ἄρης Βελουχιώτης τὸ 1945, στὴν Ἑλλάδα. Τὴν πολιτική του φιλοσοφία ὁ Λουδοβῖκος-Ναπολέων τὴν κατέγραψε πολὺ πρὶν γίνῃ αὐτοκράτωρ. Ἤδη ἀπὸ τὴν φυλακή, τὸ 1837, ὅπου τὸν ἐνέκλησε τὸ γαλλικὸ κράτος κατόπιν ἑνὸς ἀποτυχημένου πραξικοπήματός του, ἔγραφε στὸν ἀρχηγὸ τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολιτεύσεως τῆς γαλλικῆς Βουλῆς, γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα προσφυγῆς σὲ δημοψήφισμα. Σὲ φυλλάδιο τοῦ 1838, ὁρίζει τὴν δημοκρατία μὲ ῥουσσωϊκὸ τρόπο ὡς «κυβέρνηση τοῦ ἑνὸς μὲ τὴν θέληση ὅλων». Στὸ ἔργο ποὺ συνέγραψε τὸ 1844 , στὴν φυλακή, De l’extinction du pauperisme («Περὶ τῆς ἐξαλείψεως τῆς πολυπτωχίας»), καταδικάζει τὸν καπιταλισμὸ ἀλλὰ καὶ τὶς συντεχνίες καὶ τὶς τάξεις ποὺ διαιροῦν τὴν λαϊκὴ θέληση, γράφοντας: «Σήμερα ἡ βασιλεία τῶν συντεχνιῶν ἔχει πάρει τέλος. Μόνον μὲ τὶς μᾶζες δύναται κανεὶς νὰ κυβερνήσῃ». Καὶ προσθέτει: «Ἡ ἐργατικὴ τάξη δὲν κατέχει τίποτα. Πρέπει νὰ γίνῃ ἰδιοκτήτρια. Νὰ τὶς δοθοῦν δικαιώματα καὶ ἕνα μέλλον» Τὸ τελευταῖο αὐτὸ σύγγραμμα θὰ τοῦ δώσῃ τὴν φήμη ἀργότερα τοῦ «σοσιαλιστὴ αὐτοκράτορος», μία ὀνομασία ποὺ ἔδιδε καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του. Ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Λουδοβίκου-Ναπολέοντος ἀπέρρεε ἀπὸ τὸ οὐτοπικὸ σοσιαλισμὸ τῆς ἐποχῆς καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν σαινσιμονισμό, δηλαδὴ τὴν ἰδεολογία τοῦ γάλλου κόμητος Ἑρρίκου τοῦ Σαιν-Σιμόν (1760-1825), ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ὀνόματα τῆς γαλλικῆς ἀριστοκρατίας, ὁ πατέρας τοῦ ἐπιστημονισμοῦ καὶ τῆς τεχνοκρατίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ κοινὸς κορμὸς τοῦ καπιταλιστικοῦ καὶ τοῦ σοσιαλιστικοῦ διεθνισμοῦ. Τὸ 1814, ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἀγγλοσαξωνικῆς σκέψεως, εἶχε συντάξει ἕνα μεγαλεπίβολο σχέδιο ὁμοσπονδοποιήσεως τῆς Εὐρώπης, μὲ τίτλο, Περὶ ἀναδιοραγανώσεως τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας, παραλλαγὴ τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ σημερινὴ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση τῶν Βρυξελλῶν. Ὁ βασιλεὺς τῆς Εὐρώπης θὰ διώριζε τὰ μέλη τῆς εὐρωπαϊκῆς Βουλῆς τῶν Λόρδων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σαιν-Σιμόν, οἱ σαινσιμονιστὲς ὑπῆρξαν πρωτίστως πολιτικοὶ μηχανικοί, ἰατροί, πανεπιστημιακοὶ καθηγητές, ἐπιστήμονες, βιομήχανοι καὶ τραπεζῖτες. ἱδιαιτέρως τὸ Πολυτεχνεῖο τῶν Παρισίων ἐτάχθη ὁμαδικὰ στὸ πλευρὸ τῆς σαινσιμονισμοῦ. Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στελέχη ἦταν ὁ Michel Chevalier (1806-1879), διευθυντὴς τῆς ἐφημερίδος τῶν σαινσιμονιστῶν, τῆς Le Globe. Journal de la doctrine de Saint-Simon. Ἀργότερα, ὁ Σεβαλιέ, καθηγητὴς πολιτικῆς ἐπιστήμης στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Παρισίων, καὶ μάλιστα στὸ περίφημο College de France, ὑπῆρξε ὁ θεωρητικὸς τοῦ ἀκράτου οἰκονομικοῦ παραγωγικοῦ καπιταλισμοῦ ποὺ εἶχε ἤδη ἐπιβάλει στὴν Ἀγγλία ὁ φίλος του Richard Cobden (1804-1865). Ὁ Σεβαλιὲ ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστὴς τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς τοῦ Ναπολέοντος Γ΄ στὴν περίοδο 1860-1870 καὶ ἔτσι Σεβαλιὲ καὶ Κόμπντεν ἐπέτυχαν νὰ ὑπογραφῇ τὸ 1860 ἡ ἐμπορικὴ ἀγγλογαλλικὴ συνθήκη ποὺ καθιέρωσε τὴν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἀγαθῶν (libre-echange) μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν. Ἡ οὐτοπία τοῦ σαινσιμονικοῦ παγκοσμισμοῦ εἶναι παροῦσα στὶς καπιταλιστικὲς προσπάθειες συγκροτήσεως τῆς ΕΕ, στὴν Νέα Τάξη Πραγμάτων τῶν ΗΠΑ, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπιδιώξεις τῆς τρίτης Κομμουνιστικῆς Διεθνοῦς τοῦ Λένιν. Ἡ ἐξάπλωση τῆς πληροφορικῆς καὶ τοῦ διαδικτύου ποὺ ἐγκαθιδρύει τὴν «παγκόσμια κοινωνία τῆς ἐπικοινωνίας» εἶναι ἡ ἀκριβὴς πραγμάτωση τῶν ὀνείρων τοῦ Σαιν-Σιμόν. Μόνον ποὺ ὁ Σαιν-Σιμὸν εἶναι προφήτης μίας παραγωγικῆς κοινωνίας μεγάλων ἔργων (θαλάσσιες διώρυγες, σιδηρόδρομοι κλπ) καὶ κατεδίκαζε τὸν καπιταλιστικὸ ἀντιπαραγωγικὸ παρασιστισμὸ τῶν τοκογλύφων τραπεζιτῶν. Ὁ γάλλος σοσιαλιστὴς ἡγέτης Jean Jaures (1859-1914) εἶχε παρατηρήσει πὼς «ὁ σαινσιμονισμὸς εἶχε προβλέψει τὸν μεγαλοκαπιταλισμό, ἀλλὰ τὸν εἶχε λαμπρὰ μεταμορφώσει σὲ σοσιαλισμό». Καὶ σὲ μοσχοβίτικο ὀβελίσκο ἀφιερωμένο στοὺς ἥρωες τοῦ κομμουνισμοῦ, εὑρίσκεται χαραγμένο τὸ ὄνομα τοῦ Σαιν-Σιμόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὀξύμωρο τοῦ «σοσιαλιστοῦ αὐτοκράτορος» ὅπως ἀπεκάλεσαν τὸν Ναπολέοντα Γ΄ ἀλλὰ καὶ ὁπαδοῦ τοῦ παραγωγικοῦ καπιταλισμοῦ σοσιαλδημοκράτη Γιώργου Ἀ. Παπανδρέου. Ἀφοῦ τὸ 1846, ὁ Λουδοβῖκος-Ναπολέων ἐδραπέτευσε ἀπὸ τὴν φυλακὴ, καταφεύγοντας στὴν Ἀγγλία, ἐπωφελήθη ἀπὸ τὴν γαλλικὴ ἐπανάσταση τοῦ Φεβρουαρίου 1848 ποὺ κατέλυσε τὴν βασιλεία, γιὰ νὰ ἐκλεγῇ βουλευτὴς στὴν γαλλικὴ βουλή. Καταδικάζοντας ὅμως τὴν ἀντιλαϊκὴ πολιτικὴ τοῦ νέου ἀστικοῦ καθεστῶτος βουλευτοκρατίας, δὲν ἀπεδέχθη νὰ ἑδρεύσῃ στὴν Βουλή καὶ ἔτσι παρέμεινε ἀμέτοχος τῆς φοβερῆς καταστολῆς τῆς ἀστικῆς Βουλῆς κατὰ τῆς ἐξεγέρσεως τῶν ἐργατῶν στὸ Παρίσι μεταξὺ 22 καὶ 26 Ἰουνίου 1848, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν σφαγὴ 5.000 ἐξεγερμένων, 1.500 φονευθέντων στρατιωτῶν, 25.000 συλληφθέντων καὶ 11.000 καταδικασθέντων στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἐξορία. Ὡς λαϊκὸς ἀγωνιστής, ἐξελέγει καὶ πάλι μὲ μεγάλη πλειοψηφία βουλευτὴς στὶς ἐκλογὲς τοῦ Σεπτεμβρίου 1848 καὶ ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι ὅπου καὶ ἀπεδέχθη αὐτὴν τὴν φορὰ νὰ ἑδρεύσῃ. Στὶς δὲ προεδρικὲς ἐκλογὲς τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1848 ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας, ἀπ’εὐθείας ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Βουλή, δηλαδὴ μἐ ἄμεση δημοκρατία, γιὰ τέσσερα χρόνια, σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν μὲ 74% τῶν ψήφων καὶ μὲ σύσσωμη τὴν ἀγροτιὰ νὰ προσχωρῇ στὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ καὶ πολλῶν διανοουμένων ὅπως τοῦ Προυντόν, πατέρα τοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ τοῦ Βίκτωρος Οὑγκό. Παρὰ ταῦτα, ὁ σαινσιμονισμός του καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τὴν Ἀγγλία θὰ τὸν σπρώξῃ ἀργότερα, ὡς αὐτοκράτωρ νὰ ἐφαρμόση στὴν Γαλλία τὸ ἀγγλικὸ φιλελεύθερο καπιταλιστικὸ μοντέλο. θ) Ἡ χρήση τοῦ δημοψηφίσματος ἀμέσου δημοκρατίας γιὰ μοναρχικοῦ τύπου διακυβέρνηση Τὸ ῥουσσωϊκὸ δημοψήφισμα ὡς plebiscite, καὶ ὡς ἀναγέννηση τοῦ ῥωμαϊκοῦ δημοψηφίσματος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δημοψήφισμα ὡς ῥεφερέντουμ ποὺ εἶναι ὅπλο τῆς ἀστικῆς βουλευτικῆς δημοκρατίας γιὰ τὴν ἐπικύρωση ἀστικῶν συνταγματικῶν καὶ ἄλλων νομοθετικῶν πράξεων, ἐγνώρισε τὴν πλήρη ἐπικράτησή του μὲ τὸ βοναπαρτικὸ ἐγχείρημα τοῦ 1852 καὶ προανήγγειλε τὰ λαϊκὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα τοῦ Κ΄(20ου) αἰῶνος. Ἄλλωστε τὸ ἔργο τοῦ Λουδοβίκου-Ναπολέοντος τοῦ 1844, L’extinction du pauperisme, ἐθεωρήθη ἀπὸ πολλοὺς, ὡς τὸ πρῶτο συγκροτημένο ἐθνικοσοσιαλιστικὸ σύγγραμμα. Ἡ προσφυγὴ σὲ δημοψήφισμα-plebiscite ὑποδεικύει σύγκρουση τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας μὲ τὴν Βουλή καὶ προσπάθεια τῆς πρώτης νὰ ἐπιβληθῇ ἐπὶ τῆς δευτέρας διὰ της ἀμέσου δημοκρατίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε νὰ γίνεται μὲ τὴν περίπτωση τοῦ Λουδοβίκου-Ναπολέοντος. Τὸ Σύνταγμα τοῦ 1848 στὸ ὁποῖο ὁ τελευταῖος ὡρκίσθη στὶς 20 Δεκεμβρίου 1848, μόλις ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας, τοῦ ἔδενε τὰ χέρια. Ἡ προσωπικότης του δὲν ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν συντηρητικὴ πλεοψηφία καὶ τὰ ὑπάρχοντα κόμματα τῆς Βουλῆς. Τὸν ἀπεκάλουν αἰχμάλωτο καὶ περικυκλωμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόμματος, τοῦ κυβερνητικοῦ parti de l’Ordre, ἕνα εἶδος ΠΑΣΟΚ σὲ σχέση μὲ τὸν ΓΑΠ. Ὁ Ἀδόλφος Θιέρσος (1797-1877), ἀρχηγὸς τοῦ κόμματος, ὑπεστήριζε φυσικὰ τὸν πρόεδρο Λουδοβῖκο-Ναπολέοντα ἀλλὰ μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι ὁ πρόεδρός τους ἦταν «λίγος», ἕνας «ἠλίθιος ποὺ θὰ τὸν καθοδηγοῦμε». Ὁ πρόεδρος Λουδοβῖκος-Ναπολέων, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τοῦ σιδηροδρόμου, ἔργο τῶν σαινσιμονιστῶν, ἐπολλαπλασίαζε τὶς πολιτικές του ἐξορμήσεις στὴν ὕπαιθρο, ἀλλὰ οἱ λόγοι ποὺ ἐξεφώνη στὶς λαϊκὲς συγκεντρώσεις δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὸν λαϊκισμὸ καὶ τὸν στόμφο τῶν βουλευτῶν ῥητόρων. Ὡμίλει ἁπλὰ πρὸς ὅλους γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη καὶ τὴν συναίνεση μεταξὺ ὅλων τῶν πολιτῶν. Ἡ ἰδέα ποὺ ἠθελημένα ἠξαπλώνετο στὸν λαὸ ἦταν: ἄλλο ὁ Λουδοβῖκος-Ναπολέων καὶ ἄλλο τὸ κόμμα ποὺ τὸν ὑποστηρίζει. Πρόθεσή του ἦταν νὰ κάμῃ ὑπουργὸ τὸν Βίκτωρα Οὑγκό ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἀπεδέχθη. Ἀλλὰ ἡ σκληρὴ κριτικὴ ποὺ ὁ μεγάλος ποιητὴς ἤσκει στὸ κόμμα, ὑπεχρέωσε τὴν τελευταία στιγμὴ τὸν Λουδοβῖκο-Ναπολέοντα νὰ κάνῃ πίσω καὶ νὰ μὴν τὸν διορίσῃ. Ἐσκέπτετο ἤδη νὰ ἐτοιμάσῃ δημοψήφισμα καὶ νὰ ἐγκαθιδρύσῃ μία «δημοψηφισματικὴ δημοκρατία», δηλαδὴ ἀμέσου δημοκρατίας. Μὲ πολὺ διπλωματία, ἀπέφευγε νὰ συγκρουσθῇ μὲ τὸ πλεοψηφικὸ κόμμα ποὺ τὸν ὑπεστήριζε ἀλλὰ στοὺς λόγους ἀνὰ τὴν Γαλλία, ἐπανελάμβανε: «Οἱ πλέον εἰλικρινεῖς φίλοι μου, οἱ πλέον ἀφοσιωμένοι, δὲν εὑρίσκονται μέσα στὸ ἀνάκτορο ἀλλὰ μέσα στὴν καλύβα. Δὲν ζοῦν κάτω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ταβάνια ἀλλὰ στὰ ἐργοστάσια καὶ στὰ χωράφια». Ἤδη τὸ φθινόπωρο τοῦ 1850, ἔκανε σαφὲς ὅτι ἄλλο αὐτὸς καὶ ἄλλο τὸ κόμμα. Στὶς 2 Δεκεμβρίου 1851, μὲ πραξικόπημα διέλυσε τὴν μισητὴ ἀπὸ τὸν κόσμο Βουλὴ καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν λαὸ ἐξήγγειλε τὴν ἄμεση δημοκρατία, ὡς ἤδη ἐκλεγμένος πρόεδρος ἀπ’εὐθείας ἀπὸ τὸν λαὸ μὲ 74% τῶν ψήφων. Ἄλλωστε ἡ ἐργατιὰ δὲν ὑπεστήριζε τὴν «δικτατορία» τῆς μισητῆς Βουλῆς, τὴν ὁποία καὶ διέλυσε. Ἀπευθυνόμενος στὸν λαό, στιγματίζοντας τὴν ἀντιδημοκρατικότητα τῶν ἐγκαθέτων τῆς Βουλῆς, οἱ ὁποῖοι μὲ νόμο τῆς 31 Μαΐου 1850, εἶχαν περιορίσει τὴν καθολικὴ ψηφοφορία τῶν πολιτῶν ἀφαιρῶντας ἀπὸ τὸ ἐκλογικὸ σῶμα 30% τῶν ἐκλογέων, δηλώνοντας τὴν πρόθεσή του νὰ δώσῃ ὅλη τὴν ἐξουσία στὸν λαό, καὶ νὰ καταργήσῃ τὸν ἀντιδημοκρατικὸ νόμο τῆς 31 Μαΐου, ὀργάνωσε δημοψήφισμα στὶς 20-21 Δεκεμβρίου 1851. Στὸ ἀστικὸ Σύνταγμα ὁ Λουδοβῖκος-Ναπολέων ἀντέταξε τὴν καθολικὴ ψηφοφορία ὅλων τῶν ἀνδρῶν (φυσικὰ οἱ γυναῖκες δὲν εἶχαν τότε δικαίωμα ψήφου) ὡς μόνη νόμιμη πηγὴ ἐξουσίας τοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς ἀσπίδα κατὰ τοῦ «κομμουνιστικοῦ κινδύνου». Ναὶ ἤ ὄχι στὴν ἐπαναφορὰ τῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν πρόεδρο; Τὸ ναὶ ἐθριάμβευσε μὲ συντριπτικὴ πλειοψηφία. Ἀσχέτως ἐὰν ὑπῆρξε ἤ ὄχι
νοθεία (πάντοτε ὑπάρχει στὶς ἐκλογικὲς ἀ