424 – Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ φιλότιμο, Χίτλερ καὶ Ὀλυμπιακοί

Στὴν Ἀρχαιότητα ἡ ἐπιβράβευση γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ εὐαγωνίζεσθαι ἐπῆρε πρωτεύουσα θέση στὴν ἐποχὴ τῆς τιμαρχίας καὶ ἔτσι ἱδρύθησαν οἱ ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τὸ 776 π.Χ., καὶ ἀνηγέρθησαν οἱ ἐπιγραφὲς ἐπὶ στήλων καὶ οἱ πύλες θριάμβων, καὶ παρεδίδετο ὁ στέφανος τοῦ νικητοῦ. “Ἡ κινητήριος δύναμις ποὺ ἔσπρωχνε τὸν ἄνδρα νὰ ἐπιδιώκη τὴν τιμὴ τοῦ δήμου ὠνομάζετο φιλοτιμία” (K.J. Dover, Greek Popular Morality in the Time of Plato and Aristotle, Indianapolis, Hackett Publishing Co., 1994, σ. 230). Φυσικὰ ἐπρόκειτο περὶ ἀνδρῶν καὶ ἀνδρισμοῦ ἐφ’ ὅσον οἱ γυναῖκες εἶχαν ὑποδεέστερη κοινωνικὴ θέση. “Τὸ πλεονέκτημα ποὺ ἐπεδιώκετο μὲ τὴν φιλοτιμία ἦταν ἡ φήμη ἡ ὁποία ἐξηγοράζετο μὲ τὸ ὄφελος τῆς αὐτοπροβολῆς, τοῦ συμφέροντος, τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ φιλοτίμου ἀνδρός, τὴν φήμη ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄνδρα ποὺ ἐθυσίαζε τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς συνανθρώπους του. Ἡ φιλοτιμία ἐξωτερικεύετο μὲ τὴν μεγαλόδωρη μεταβίβαση τῶν οἰκονομικῶν ὑποχρεώσεων τοῦ φιλοτίμου ἀνδρὸς στὸ δημόσιο, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἱπποτροφείου, ἐφ’ ὅσον τὸ ἱππικὸ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ ἀνδραγαθήματα αὐτὰ, χωρὶς νὰ λαμβάνεται ὑπ’ὄψιν ἡ ἀσφάλεια στὸ πεδίο μάχης, σὲ μία στρατιωτικὴ καὶ ναυτικὴ ὑπαγωγὴ στὸ ὄφελος τοῦ στρατηγοῦ εἰς βάρος τῶν ἀναγκῶν τῆς πόλεως, μὲ τὴν ἀπαίτηση λύτρων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων, ἤ μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ δίωξη τῶν κακῶν πολιτῶν πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ δήμου. Μία τέτοια φήμη δὲν θὰ ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἀποκτηθῆ μὲ ἐπίδειξη ὁρατοῦ πλούτου… Συνεπῶς, δὲν ἐκπλήσσεται κανεὶς ὅταν μεταφράζεται μερικὲς φορὲς πιὸ σωστὰ τὸ ‘φιλότιμος’ μὲ τὸ ‘πατριωτικός’, παρὰ μὲ τὴν λέξη ‘φιλόδοξος’… Ὁ φιλότιμος ἄνδρας ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὴν ‘κακὴ καὶ αἰσχρὴ συμπεριφορά’ καὶ αὐτὸς ποὺ ἐγεννήθη καὶ ἐμεγάλωσε ἀξιοπρεπῶς θεωρεῖται ὅτι ἔχει ‘φιλότιμη ζωή’… Τὸ ‘φιλοτιμεῖσθαι’ ἀναφέρεται στὴν ἐνέργεια καὶ τὸν αὐτοσεβασμὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνδρα νὰ προσπαθῆ νὰ ἐπιτύχη κάτι πράγματι καλό” (σ. 230-231). Στὸν στίβο ἡ φιλοτιμία συνίστατο στὴν ἅμιλλα μεταξὺ “καλῶν ἀνδρῶν”. Ἡ ἅμιλλα αὐτὴ ἐπεξετείνετο σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ ἔσπρωχνε, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐφηβία, τὸν ἄνδρα νὰ προσπαθῆ νὰ ὑπερέχη τῶν συνανθρώπων του, νὰ γίνη ἄριστος στὸ ἄθλημα, γιὰ νὰ κατακτήση βραβεῖο. Πῶς λοιπὸν ἠδύνατο νὰ συνδυασθῆ ἡ ἐγωκεντρικὴ φιλοτιμία μὲ τὸ ἀντίθετό της, δηλαδὴ τὴν ἀφιλαυτία; Εἰς τοὺς Βατράχους τοῦ Ἀριστοφάνους (280-2), ὁ Διόνυσος μέμφεται τὴν προειδοποίηση τοῦ Ἡρακλέους ὅτι ὁ δρόμος πρὸς τὸν Ἅδη εἶναι γεμάτος ἀπὸ θηρία καὶ κινδύνους, λέγοντας ὅτι ὑπερβάλλει ὥστε αὐτὸς ὁ Διόνυσος “νὰ φιλοτιμηθῆ”. Ὁ Ἡρόδοτος μάλιστα φθάνει στὸ σημεῖο νὰ θεωρῆ “τὴν φιλοτιμία κάτι τὸ σκαιόν” δηλαδὴ μὴ ὀρθόν, καὶ προέρχεται ἀπὸ ἕνα φοβερὸ μῖσος (Γ΄53.4). Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Βεζανῆς στὶς ἡμέρες μας ἑθεώρει ὅτι τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο εἶχε παραμείνει ὅσο ἐγωϊστικὸ ἦταν στὴν ἀρχαιότητα, καλυπτόμενο ἁπλῶς ἀπὸ γενναιοδωρία. Ἄλλωστε ἡ φιλονικία, δηλαδὴ ἡ ἐπιδίωξη τῆς νίκης ἐθεωρεῖτο ἀρετὴ, ἀλλὰ συχνὰ καὶ ἠθικῶς καταδικαστέα, συνεδυάζετο δὲ μὲ τὴν φιλοτιμία, δίδοντας ἔτσι καὶ στὸ φιλότιμο τὴν ἀμφίβολή της ἀξία. Ἐλέχθη ὅτι ἡ ἀναβίωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ 1896, ἀπὸ τοὺς δυτικίζοντες ἀντιχριστιανικοὺς κύκλους, εἶχε ὡς στόχο τὴν ἀναβίωση τῆς εὐγενοῦς ἅμιλλας τῶν Ἑλλήνων καὶ ὅτι οἱ Ὀλυμπιακοὶ τοῦ Βερολίνου τοῦ 1936 ποὺ καθιέρωσαν τὴν μεταφορὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀπολλωνίας ὀλυμπιακῆς φλόγας ἀπὸ τὴν γενέτειρά της στὴν πόλη τῶν ἑκάστοτε ἀγώνων, ἦταν παραφθορὰ τοῦ ὀλυμπιακοῦ πνεύματος ἀπὸ τὸν “κακὸ” Χίτλερ! Πρόκειται ἁπλῶς γιὰ “δημοκρατικὴ” συσκότιση! Τὸ λατινικὸ ῥητὸ τῶν συγχρόνων Ὀλυμπιακῶν citius, altius, fortius, ποὺ σημαίνει “ταχύτερα, ὑψηλότερα, δυνατώτερα”, ἀναφέρεται στὴν ἀρχαία ἔννοια τοῦ φιλοτίμου, τὸ δὲ ντοπάρισμα καὶ ἡ πολιτικὴ ἦσαν ἀλληλένδετες ἔννοιες ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Στὴν πραγματικότητα ὁ Χίτλερ ὑπῆρξε ὁ σύγχρονος ἡγέτης ποὺ συνέλαβε καλύτερα ἀπὸ οἱονδήποτε ἄλλον, τὸ ὀλυμπιακὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαιότητος, ὡς ἀντιχριστιανὸς ἀρχαιολάτρης. Δίπλα στὸν Κουμπερτέν, ὁ Χίτλερ ὑπῆρξε ὁ πραγματικὸς θεμελιωτὴς τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ φιλοτίμου, διότι τὸ φιλότιμο ὑπῆρξε ἡ βάση τοῦ χιτλερικοῦ ἤθους, εἰδικὰ δὲ τῶν ἐπιλέκτων SS. Σπαρτιατικὴ τιμὴ (Ehre) καὶ τιμιότητα ( Treue) καὶ ὄχι χριστιανικὴ ἀγάπη ὑπῆρξαν τὸ θεμέλιο τοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ. Ἰδοὺ πῶς περιέγραφε τὸ σπουδαιότερο περιοδικὸ τοῦ μεσοπολέμου, τὸ γαλλικὸ μηνιαῖο Illustration, σὲ ἀνταπόκριση τῆς 8ης Αὐγούστου 1936, τὴν μεταφορὰ τῆς ὀλυμπιακῆς φλόγας, ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία (20-07-1936) στὸ Βερολῖνο (1-08-1936): “Σὲ μία γιγαντιαία δαδοσκυταλοδρομία τριῶν χιλιάδων δρομέων ποὺ ὁ καθεὶς διένυε ἕνα χιλόμετρο, μία δάδα ποὺ εἶχαν ἀνάψει νεανῖδες τῆς Ὀλυμπίας ὅπου εἶχαν ἑορτασθῆ οἱ περίφημοι ἀγῶνες τοῦ παρελθόντος, ἐπορεύθη στὸ Βερολῖνο, μέσῳ Ἀθηνῶν, Δελφῶν, Θεσσαλονίκης, Σόφιας, Βελιγραδίου, Βουδαπέστης, Βιέννης, Πράγας καὶ Δρέσδης. Σὲ ὅλες τὶς μεγάλες πόλεις τῆς διαδρομῆς, ἐστήθησαν ὀλυμπιακοὶ ἱεροὶ βωμοὶ καὶ τελετὲς ὀργανώθησαν στὴν ἄφιξη τοῦ δρομέως ποὺ ἔφερε τὴν πολύτιμη δάδα. Παντοῦ ἐσεβάσθησαν τὸν ἀκραιφνῆ ἀθλητικὸ χαρακρῆρα τῆς ἐκδηλώσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Βιέννη, ὅπου ἡ δίοδος τῆς δάδας [στὶς 29 Ἰουλίου] ἔδωσε ἀφορμὴ στοὺς ἐθνικοσοσιαλιστὲς νὰ διαδηλώσουν ὑπὲρ τοῦ Χίτλερ καὶ τοῦ Anschluss [τῆς ἑνώσεως τῆς Αὐστρίας μὲ τὴν Γερμανία ποὺ θὰ πραγματοποιηθῆ δύο χρόνια ἀργότερα τὸν Μάρτιο-Ἀπρίλιο 1938 καὶ ποὺ θὰ ἀναγνωρισθῆ ἀπὸ τὴν Γαλλία. Βλέπε τὸ παράλληλο πρόβλημα τοῦ Θιβὲτ τὸ 2008]. Ὕπῆρξε τὸ μόνο ἐπεισόδιο αὐτοῦ τοῦ γιγαντιαίου ἀγῶνος δρόμου ποὺ ἐγνώρισε τὴν κορωνίδα του στὴν γερμανικὴ πρωτεύουσα, τὸ Σάββατο τὸ ἀπόγευμα [1η Αὐγούστου] ὅταν ὁ καγκελλάριος Χίτλερ, ἐνώπιον ἑκατὸ χιλιάδων θεατῶν συγκεντρωμένων στὸ γερμανικὸ ὀλυμπιακὸ στάδιο, ἄναψε ὁ ἴδιος μὲ τὴν δάδα ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία, τὴν πυρὰ ποὺ θὰ καίγη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ΙΑ΄ Ὀλυμπιάδος, ἐπὶ 15 ἡμέρες. Ὁ ὀλυμπιακὸς πυρσὸς παρεδόθη στὸν καγκελλάριο Χίτλερ ἀπὸ τὸν πρώην Ἕλληνα βοσκὸ [Σπῦρο] Λούη, ὁ νικητὴς τοῦ Μαραθωνείου στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ 1896 ποὺ εἶχαν λάβει μέρος στὴν Ἀθήνα, καὶ ποὺ ἀνανεωμένοι ἀπὸ τὸν Γάλλο βαρῶνο Πέτρο ντὲ Κουμπερτέν, ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι τῆς νέας ἐποχῆς. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ πρωθυπουργὸς τοῦ Ῥάϊχ ἄναβε μὲ τὴν δάδα τὴν πυρά, ἡ ὀλυμπιακὴ καμπάνα, ἡ πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ βαριὰ στὸν κόσμο, ἐπάνω στὴν ὁποία εἶναι ἐγγεγραμμένο τὸ σύνθημα “Ich rufe die Jugend der Welt”, [δηλαδὴ, “Καλῶ τὴν νεολαία τοῦ κόσμου”] ἐκτύπησε ἐκκωφαντικὰ, κάτι ποὺ ἐνεθουσίασε τοὺς ῥαδιοανταποκριτὲς, οἱ ὁποῖοι ἔτσι μετέφεραν στὸν κόσμο τὸ ἀκριβὲς δευτερόλεπτο ἐνάρξεως τῶν Ἀγώνων τοῦ Βερολίνου” (σ. 442). Ἐξ ἀρχῆς ὅμως τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο ποὺ τόσο πολὺ ἐθαύμαζε ὁ Χίτλερ, ἠμαυρώθη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σπῦρο Λούη, τὸ 1896, κατὰ τὴν μαρτυρία τοὐλάχιστον τοῦ Θάνου Κουτσικοπούλου, πρώην ἀθλητοῦ καὶ ἑπτὰ φορὲς κριτὴς Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων. Διερωτᾶται δὲ κανεὶς, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀπάτη τοῦ Λούη, τελικὰ ἀπὸ τὰ δύο μόνιμα χαρακτηριστικὰ τοῦ Ἕλληνος, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὀδυσσέως, ποῖο ὑπερισχύει: τὸ φιλότιμο ἤ ἡ πονηρία; Γράφει, ὁ Κουτσικόπουλος: “Ἐνθυμοῦμαι ὅταν ἤμουν στὸ Γυμνάσιο, ἔντονη παρατήρηση θείου μου ὅταν ἄκουσε νὰ λέμε, ‘ἔτρεχε σὰν τὸν Λούη’, ὅτι ὁ Λούης δὲν εἶχε νικήσει ‘γιατὶ ἔκανε τὴν μισὴ διαδρομὴ πάνω σὲ κάρο” (Ἔρευνα δημοσιευμένη στὸ διαδίκτυο ἀπὸ τὸν Donald G. Macphail, δικηγόρο ἀπὸ τὸ Τέξας, πρόεδρο τοῦ Συλλόγου Λυγερέα Λακωνίας). Καὶ συνεχίζει στὶς ἀναμνήσεις του ὁ ἀθλητικὸς παράγων Κουτσικόπουλος: “Ὅταν ἔφευγε ἡ ὀλυμπιακὴ ἀποστολὴ τοῦ 1936, γιὰ τοὺς Ο.Α. τοῦ Βερολίνου, εἶπα [στὸν φίλο προπονητὴ Ὄττο Σίμιτσεκ] ὅτι ἡ ἀπόφασις νὰ τεθῆ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος μας ὁ Λούης μὲ φουστανέλα δὲν ἦταν ἐπιτυχὴς, πρῶτον ἐπειδὴ ὁ Λούης δὲν ἐφόρει φουστανέλα ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν ἐντατικῶν παλαιῶν ἀμφισβητήσεων. Ὁ Σίμιτσεκ ἀπήντησε ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς φουστανέλας δὲν ἦταν ἰδική του, ὄσον δὲ ἀφορᾶ τὶς παλαιὲς ἀμφισβητήσεις ὅλα ξεχάστηκαν… Μὲ τὸ τέλος τῆς Κατοχῆς συνεργαζόμουν μὲ τὴν Ἐλληνικὴ Ἐπιτροπὴ Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων (ΕΟΑ), συνάψας στενὲς σχέσεις μὲ τὸν προεδρεύοντα ἀντιπρόεδρο Νῖκο Μπαλτατζῆ, μετέπειτα Γ.Γ. Ἀθλητισμοῦ, ὑφυπουργό, κλπ… Ἐνδιαφέρθηκα νὰ ἐρευνήσω τὸ θέμα ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα τῆς ΕΟΑ καὶ ἄλλες πηγές. Ὁ Ν. Μπαλτατζῆς ἦταν ἀπόλυτος: ‘ Ἡ δῆθεν νίκη τοῦ Λούη ἦταν ψευδής… τὴν μισὴ δαδρομὴ τὴν ἔκανε μὲ ἄλογο καὶ ὄχι μὲ κάρο’!…Ὁ Χαρίλαος Βασιλάκος, ὅσο καὶ ὁ Σπυρίδων Μπελόκας καὶ ὁ καταταγὴς τέταρτος Οὖγγρος Κέλνερ, ἐθεώρησαν αὐτοὺς νικητὲς ἀφοῦ κανείς τους -ὅπως ἐβεβαίωναν- δὲν εἶχε ἰδῆ τὸν ἀρχικὰ οὐραγὸ Λούη νὰ τοὺς προσπερνᾶ… Οἰ δρομεῖς ἔτρεχαν χωρὶς τὴν συνοδεία κριτῶν ἀνάμεσα στὶς ἐρημικὲς τότε περιοχές, χωρὶς θεατές. Νικητὴς θὰ ἀνηγορεύετο ὅποιος ἔφθανε πρῶτος στὸ Παναθηναϊκὸ Στάδιο, χωρὶς νὰ ἐλέγχεται τί συνέβη κατὰ τὸν ἀγῶνα”. Ὁ Νεοέλλην συγγραφεὺς, θαυμαστὴς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος, Κυριάκος Σιμόπουλος(1921-2001), δὲν εἶχε φιλότιμο ἀλλὰ ἐντιμότητα καὶ παρρησία, γι’αὐτὸ καὶ ἀπεσιωπήθη τὸ καταπληκτικὸ βιβλίο του, Μῦθος, ἀπάτη καὶ βαρβαρότητα οἱ Ὀλυμπιάδες (Ἀθήνα, 1998), ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διανέμεται πρὸς φρονιματισμόν, σὲ κάθε Ὀλυμπιάδα. Οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐξουσίας καὶ συνεπῶς ἦσαν καθρέπτης τῆς ἐξουσίας, δηλαδὴ διεφθαρμένοι. Ὁ Σιμόπουλος εἶχε βάλει στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου του τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια τοῦ Εὐριπίδου: “Ἀπὸ τὰ μύρια δεινὰ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει τίποτα χειρότερο ἀπὸ τὸ γένος τῶν ἀθλητῶν. Δὲν γνωρίζουν οὔτε δύνανται νὰ ζοῦν σωστά”! Πράγματι, οἱ σοφοὶ τῆς Ἑλλάδος πάντοτε διεφώνουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας ποὺ τότε ὅπως καὶ σήμερα ἦσαν ἡ αἰτία ὅλων τῶν δεινῶν τῆς πολιτείας. “Στὸν Ε΄αἰῶνα π.Χ. κορυφώνεται ἡ κίνηση γιὰ παράλληλη καὶ ἰσοδύναμη φυσικὴ ἀγωγὴ καὶ παιδεία. Ἡ σωματικὴ ἄσκηση πρέπει νὰ πραγματοποιεῖται εὐρύθμως, μὲ μέτρο, χωρὶς ὑπερβολὲς ποὺ προκαλοῦν προβλήματα στὴν ὑγεία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱατρὸς Ἱπποκράτης (460-370). Ἡ ὑπερβολὴ στὶς γυμναστικὲς ἐπιδόσεις, γράφει, προκαλεῖ βλάβη στὸν ὀργανισμό” (σ.103). Ὁ δὲ Πλάτων ἐπιμένει στὴν διαπίστωση ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἰσχυρὸ καὶ ὡραῖο σῶμα ποὺ καθιστᾶ ἱκανὸ τὸ πνεῦμα ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο: ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ πλάθει τὸ σῶμα κάλλιστο γι’αὐτὸ καὶ γέροντες πρέπει νὰ ἀσκοῦνται στὰ γυμναστήρια χωρὶς νὰ ἐπιδιώκουν ἔπαθλα, διότι σκοπὸς τοῦ ἀθλητισμοῦ εἶναι ἀριστοκρατικὸς καὶ προπαρασκευὴ στὸν πόλεμο, ἔτσι ὅπως τὸ εἶδε ἀργότερα καὶ ὁ Χίτλερ. Δυστυχῶς, προσθέτει, ἡ πτώχεια ὁδηγεῖ στὸν ἐπαγγελματικὸ ἀθλητισμὸ γιὰ ἐπιβίωση. Ὅσο γιὰ τὸν ποιητὴ Πίνδαρο (522-443), ὁ Σιμόπουλος τὸν χαρακτηρίζει πουλημένο ὄργανο τῶν πλουσίων, ποὺ ὑμνολογεῖ τὶς νῖκες στὴν Ὀλυμπία, στὰ Ἰσθμια, τὰ Πύθια καὶ τὰ Νέμεα καὶ δοξολογεῖ μόνον τοὺς ὀλυμπιονῖκες ποὺ ἀποκτοῦν φήμη, χρῆμα καὶ ἀξιώματα. Ἐπειδὴ ἔχει ὑπερισχύσει ὁ μῦθος ὅτι οἱ ὁλυμπιονῖκες ἐλάμβαναν μόνον τὸν στέφανο ἐλαίας, συνδεδεμένο μὲ τὸ φιλότιμο, ὁ Σιμόπουλος παρατηρεῖ ὅτι “κατὰ τὴν κλασικὴ περίοδο οἱ νικητὲς ἀθλητὲς βραβεύοντο στὸν χῶρο τῶν ἀγώνων μὲ στεφάνους, καὶ συχνότατα μὲ ἀνδριάντες, καὶ ἐδέχοντο πλούσιες ἀμοιβὲς κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα τους…Οἰ ἀθλητὲς τῶν κλασικῶν χρόνων ἀξίωναν ὄχι μόνον οἰκονομικὴ κάλυψη… Ἡ ἱπποτροφία ποὺ προετοίμαζε τὴν συμμετοχὴ στὶς ἁρματοδρομίες, ἀποτελοῦσε τῆν σημαντικώτερη μέθοδο ἀνάδειξης τῶν μεγιστάνων τοῦ πλούτου” (σ.146-147). Γιὰ νὰ κατανοηθῆ σὲ ποῖο ἐπίπεδο εὑρίσκετο τὸ αἴσθημα τοῦ φιλοτίμου, ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραφε ὅτι οἱ ἐπαγγελματίες ἀθλητὲς (διότι ὁ ἐπαγγελματικὸς ἀθλητισμὸς καθιερώθη στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ Ε΄αἰῶνος π.Χ.) ἔμοιαζαν μὲ τοὺς ὁπλισμένους ἄνδρες ποὺ πολεμοῦν ἐναντίον ἀόπλων. Βεβαίως, στὴν Ὀλυμπία, ἐπεβάλλοντο πρόστιμα σὲ ὅσους δωροδοκοῦσαν καὶ ἐξαγόραζαν ἀντιπάλους καὶ ἑλλανοδίκες γιὰ νὰ ἀνακηρυχθοῦν ὀλυμπιονῖκες, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀπέτρεπε τὴν συνήθεια. “Οἱ ἰσχυρισμοὶ περὶ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους, ἀποτελεῖ ἄγνοια καὶ θρασύτατη ψευδολογία”(σ.68). Ὁ Σόλων εἶχε καθορίσει τὴν ἀμοιβὴ τῶν ὀλυμπιονικῶν σὲ 500 δραχμὲς, δηλαδὴ σὲ 500 πρόβατα ἤ 100 βόδια. Ὁ ὀλυμπιονίκης Δεξίλαος εἶχε χρησιμοποιήσει τὸ ἕνα δέκατο τῆς ἀμοιβῆς του γιὰ νὰ κτίση στὴν Ἀθήνα πολυτελῆ κατοικία. Οἱ ἑλληνικὲς πόλεις γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν νῖκες στὴν Ὀλυμπία, ἀγόραζαν ξένους ἀθλητὲς καὶ τοὺς παρουσίαζαν ὡς πολῖτες τους. Οἱ ἀθλητὲς ντοπαρίζονταν. Ὁ ἱατρὸς Κλαύδιος Γαληνὸς (129-199 μ.Χ.) παρωμοίαζε τὴν σίτηση τῶν ἀθλητῶν μὲ αὐτὴν τῶν χοίρων. Ἡ ἀναβίωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἐπανέφερε ἁπλῶς τὶς ἴδιες συνήθειες χρηματισμοῦ, ἀπάτης, πολιτικῶν ἐπεμβάσεων καὶ ντοπαρίσματος τῆς Ἀρχαιότητος. Καὶ αὐτὸ ἐξ ἀρχῆς. Ὁ νικητὴς τοῦ μαραθωνείου, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς τοῦ 1904, ὁ δρομεὺς Thomas J. Hicks εὑρέθη ντοπαρισμένος. Ὁ προπονητής του τοῦ εἶχε δώσει στρυχνίνη! Σὲ κάθε Ὀλυμπιάδα ὁ ἀριθμὸς τῶν ντοπαρισμένων ἀθλητῶν ηὐξάνετο. Τὸ 1960, ὁ Δανὸς Knud Enemark Jensen, ποὺ εἶχε ντοπαρισθῆ μὲ ἀμφεταμῖνες ἔπεσε ἀπὸ τὸ ποδήλατό του στὸν ποδηλατικὸ ἀγῶνα στὴν Ῥώμη καὶ ἀπεβίωσε ἐξ αἰτίας τοῦ ἀναβολικοῦ. Ὅπως καὶ στὴν Ἀρχαιότητα οἱ ἀρχὲς ἐκμεταλλεύονται τὸ φιλότιμο ἀναδείξεως τοῦ ἀθλητοῦ γιὰ νὰ ἐξαπλώσουν τὴν ἀπάτη στὴν κοινωνία καὶ μετὰ νὰ κατηγορήσουν τὸν ἀθλητὴ ὡς ὑπεύθυνο. Τὶς συνήθειες αὐτὲς στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Σπάρτη τοῦ Ε΄αἰῶνος π.Χ. τὶς εὑρίσκουμε καὶ πάλι στὸ Γ΄Ράϊχ τοῦ Χίτλερ καὶ στὴν κομμουνιστικὴ Ἀνατολικὴ Γερμανία καὶ ἐπεστράφησαν μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη ἔνταση στὴν γενέτειρα τοῦ ἀπατηλοῦ ὀλυμπισμοῦ, στὴν Ἀθήνα τοῦ 2004.