Ὡς καθηγητὴς Πανεπιστημίου Διεθνῶν Σχέσεων ὑπηρετῶντας τώρα καὶ δεκάδες χρόνια στὸ Ἐξωτερικό, παρακολουθοῦσα καὶ λόγῳ τῆς εἰδικότητός μου, τοὺς πρέσβεις μας στὶς διάφορες πρωτεύουσες Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς. Στὴν μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων καὶ συμπεριφορῶν ἕνα χαρακτηριστικὸ τοὺς ἥνωνε. Δὲν ἐξεφράζοντο καὶ ἦσαν ἀπόμακροι τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἀνὰ τὸν κόσμο. Μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι ἀντεπροσώπευον τὴν χώρα μας στὶς ξένες κυβερνήσεις καὶ ὄχι στοὺς ὁμογενεῖς καὶ μὲ πρόσθετο ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ παρουσιάζουν δημοσίως τὶς προσωπικὲς τους πολιτικὲς καὶ θρησκευτικές τους προτιμήσεις, ἦσαν ἄοσμοι, ἀπομεμακρυσμένοι καὶ ἀφόρητα βαρετοί. Ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴ ὑπηρεσία συνταξιοδοτούμενοι, ἐβούλιαζαν στὴν ἀφάνεια.
Τέτοιος δὲν εἶναι ὁ νέος πρέσβυς στὴν καναδικὴ πρωτεύουσα, Δημήτρης Ἀζεμόπουλος. Γνωρίζει ὅτι ὁ συνδετικὸς κρῖκος ὅλων τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἡ ἑλληνικὴ διαχρονικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο στὸν Ἐλύτη, ἡ μόνη θεόπνευστη πλανητικὴ γλῶσσα ποὺ τὴν χειρίζεται ἡ ἀφρόκρεμα τῆς παγκοσμίας διανοήσεως διότι δὲν εἶναι κάποια διάλεκτος τῆς πλέμπας, ὅπως τὰ κρεόλικα ἤ τὰ γερμανοελβετικά, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχουν δέ, ἀρχαῖα, εὐαγγελικά, νεοελληνικά, πόσῳ μᾶλλον τεχνητὲς γλῶσσες γραφείου ὅπως καθαρεύουσα καὶ δημοτική, ἀλλὰ ἁπλῶς ἑλληνικά, τελεῖα καὶ παῦλα.
Ἐπὶ πλέον, δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ προχριστιανικῆς καὶ μεταχριστιανικῆς Ἑλλάδος, διότι ἡ ἑνιαῖα ἑλληνικὴ γλώσσα ἐδημιούργησε τὸ θαῦμα τοῦ ἑλληνοχριστιανισμοῦ.
Ἔγραφα σὲ ἄρθρο μου, τὸν Μάϊο τοῦ 2007 (περιοδικὸ Τρίτο Μάτι, τ.152): «Ὁ Γεώργιος Ἕγελος (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, 1770-1831), ὅταν ξεκινᾷ τὴν παράδοση τῶν μαθημάτων του στὸ Βερολῖνο, μὲ θέμα τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, δηλώνει στὸ ἀκροατήριό του: «Ἑλλάς. Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἡ καρδιὰ τοῦ πεπαιδευμένου Εὐρωπαίου καὶ ἡμῶν τῶν Γερμανῶν εἰδικῶς, αἰσθάνεται σὲ γενέτειρα γῆ» (Werke, IZ΄, σ.187). Γιὰ τὸν Ἕγελο, τὸν ἐμπνευστὴ τοῦ Καρόλου Μάρξ, ἡ Ἑλλὰς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία φιλοσοφικὴ προτίμησις, εἶναι ὁ πλανητικὸς πολιτισμός καὶ κάτι παραπάνω: εἶναι ἡ πατρὶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς. Συνεπῶς, ὁ ἑλληνισμὸς δὲν ἀνήκει μόνον στοὺς κατοίκους τοῦ ἀθηναϊκοῦ κρατιδίου ποὺ ἄλλωστε, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὡμιλοῦσε, δὲν εἶχε κἄν ἱδρυθῆ. Εὐτυχῶς δέ, διότι διαφορετικὰ ὁ ἑλληνισμὸς θὰ εἶχε ἐξαφανισθῆ πρὸ πολλοῦ. Καὶ ὁ Ἕγελος προσθέτει: «Αὐτὸ ποὺ ζοῦμε τώρα, τὸ παρόν, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τέχνη, αὐτὸ ποὺ ὄχι μόνον δίδει ὤθηση στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ τῆς δίδει τὴν ἀξιοπρέπειά της καὶ τὴν ὀμορφαίνει, αὐτό τὸ γνωρίζουμε, πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἄμεσα ἤ ἔμμεσα». Δηλαδή, ὁ πλανήτης Γῆ εἶναι ὁ πλανήτης Ἑλλάς. Ἕνας Ἄγγλος, ὁ E.M. Butler, ἰσχυρίζετο ὅτι οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ὡς ἔμμονη σκέψη τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγραψε σχετικὰ ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο The Tyranny of Greece over Germany (Cambridge University Press, 1935). Τὴν ἔβλεπαν, λέγει, μόνον ὡς Ἑλλάδα καὶ ὄχι συνδεδεμένη μὲ τὴν Ῥώμη. Οἱ Γάλλοι, ἔλεγαν οἱ Γερμανοί, ἔφθαναν στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸ Παρίσι, μέσῳ Ῥώμης, ἐνῷ ἐμεῖς πηγαίνουμε ἀπ’ εὐθείας, προσπερνῶντας τὴν Ῥώμη.
»Ὁ Ἕγελος λοιπὸν, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς μελετητές του ὡς ἑλληνοκεντρικός. Χρησιμοποιεῖ τὸν μῦθο τοῦ γίγαντος Ἀνταίου, ὁ ὁποῖος γιὰ να φορτωθῇ καὶ πάλι μὲ ἐνέργεια, ὡς ἠλεκτρικὴ μπαταρία, ἐκάθητο ἐπὶ τῆς γῆς, τῆς Γαίας, τῆς μητέρας του. Ἔτσι κάθε πρόοδος τῆς πλανητικῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἦταν ἀδύνατη χωρὶς τὴν πηγὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Γιὰ νὰ πνίξῃ τὸν Ἀνταῖο ὁ Ἡρακλῆς τὸν ἐκράτησε μετέωρο γιὰ νὰ μὴν ἀκουμπᾷ στὴν γῆ. Ἔτσι καὶ ὁ πλανήτης θὰ ἀποθάνῃ, ὅπως ἤδη φαίνεται αὐτὸ νὰ πραγματοποιῆται, ὅταν θὰ χάσῃ τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν ἑλληνισμό. Τὸ σύμπαν εἶναι ἡλιοκεντρικὸ καὶ ὁ ἥλιος εἶναι ἡ Ἑλλὰς ποὺ θερμαίνει τοὺς γύρω πλανῆτες τοῦ κόσμου. Μετά, ἀκοῦς τοὺς πολιτικοὺς τοῦ σημερινοῦ κρατιδίου νὰ δηλώνουν ὅτι «εἴμεθα μικρὴ χώρα» καὶ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι περιορισμένη καὶ ἔχει τὰ ἴδια δικαιώματα μὲ τὰ δανέζικα ἤ τὰ σουηδικά! Καὶ τότε, ἀκούγοντάς τους καταλαβαίνεις γιατὶ ὁ ἑλληνισμὸς δὲν ἀνήκει στοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ στὴν ἀνθρωπότητα.
»Ὁ Ἕγελος ἐπαναλαμβάνει ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς πολιτισμὸς τοῦ πλανήτου γιὰ δύο λόγους: Πρῶτον διότι εἶναι ἡ κορυφὴ τῆς πυραμίδος ποὺ ἐκτίσθη ἀπὸ τοὺς προτεραίους πολιτισμοὺς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὅταν τὸν ἐκκέντρισαν καὶ ἐσυγχονεύθησαν μὲ τὸν ἑλληνισμό, ἔχασαν τὸ κεντρί τους καὶ ἀπέθαναν γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν μόνον μέσῳ τῆς ἑλληνικῆς συνθέσεως. Δεύτερον, διότι στὴν σύνθεση αὐτὴ ἀνέδειξαν δύο καθαρῶς πλέον ἑλληνικὰ χαρακτηριστικά: τὸ «καλὸν κ’ ἀγαθὸν» καὶ τὴν διαλεκτική. Βεβαίως, ἡ βάση τῆς διαλεκτικῆς συναντᾶται ὄχι μόνον στοὺς προτεράιους πολιτισμοὺς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀλλὰ καὶ στὴν Κίνα μὲ τὴ ἀρχὴ τοῦ γὶν-γιὰνγκ καὶ τάο (θέση-ἀντίθεση καὶ σύνθεση). Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα ἐπῆρε τὴν ἀνωτέρα της μορφή.
»Ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι πνεῦμα, λέγει ὁ Ἕγελος. Εἶναι τὸ πνεῦμα. Εἶναι ἡ «ἀπόλυτη πνευματικὴ ὁλότητα». Εἶναι δηλαδἠ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ἀπόλυτη διάστασις αὐτὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ τὸν κάνει πρῶτα ἐξωγήϊνο, ἐξ οὐρανοῦ, καὶ δεύτερον τοῦ δίδει τὴν πλανητική, θρησκευτική του διάστασι. Θέωση δὲν νοεῖται χωρὶς τὴν παρέμβασι τοῦ Ἁγίου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Δευτέρα Παρουσία εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς «ἀνάγκης», τῆς «μοίρας»»», τοῦ «πεπρωμένου» τοῦ ἑλληνισμοῦ. Συνεπῶς, ἡ τελειολογία τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶναι μετατροπὴ τοῦ πλανήτου Γῆ, σὲ πλανήτη Ἑλλάς καὶ στὴν ἐξάπλωσί του στὸ Σύμπαν, ἐκτὸς τοῦ πλανήτου μας. «Ἡ Ἀνάγκη πραγματοποιημένη σημαίνει πραγματοποίησις τῆς ἀρχῆς στὴν Ἱστορία» (Dominique Janicaud, Hegel et le destin de la Grèce [Ὁ Ἕγελος καὶ τὸ Πεπρωμένο τῆς Ἑλλάδος], Παρίσι,1975, σ.16).
»Θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ παρουσιάσῃ τὸν Ἕγελο ὡς ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυτικοὺς σοφοὺς καθηγητές, ποὺ ἀνατρέχουν συνεχῶς στὶς λεγομένες «νεκρὲς γλῶσσες», τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά, ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ, ἀνίκανοι νὰ ἀπευθυνθοῦν στὰ νειᾶτα καὶ στὸ ἄνθος τῆς ἀναρχίας. Ἀλλὰ ὁ Ἕγελος κάνει σαφῆ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο γλωσσῶν: τὰ ἑλληνικὰ ποὺ εἶναι ζωντανά, ἡ κατ’ ἐξοχὴν γλῶσσα τῆς ζωῆς, καὶ τὰ λατινικὰ, γλῶσσα νεκρή, τοῦ θανάτου.
»Ὅπως ὅλοι οἱ πολὺ μεγάλοι διανοούμενοι, τὸ πρότυπο τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Ῥουσσώ, ὁ καθηγητὴς Ἕγελος ἦταν σφόδρα ἀντιδιανοούμενος καὶ ἀπηχθάνετο τοὺς «σοφοὺς καθηγητές» καὶ τὴν ἐπίδειξι τῆς ἐπιστημοσύνης τους (érudition). Στὴν Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας του, τοὺς περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Εἶναι σὰν ζῶα ποὺ ἔχουν ἀκούσει μὲ εὐκρίνεια ὅλους τοὺς ἤχους μίας μουσικῆς, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἁρμονία τοῦ μουσικοῦ ἔργου»(Α΄9). Αὐτοὶ οἱ «σοφοὶ ἱστορικοί», προσθέτει, «ὁμοιάζουν μὲ ὑπαλλήλους πρατηρίου ἐμπορικῆς ἐπιχειρήσεως» καὶ συμπεραίνει πὼς «ἡ ἐπιστημοσύνη συνίσταται στὸ νὰ γνωρίζῃς πολλὰ ἄχρηστα πράγματα». Καταφέρεται μετὰ μανίας κατὰ τῶν λατινικῶν, χάριν τῶν ὁποίων «ἠμποροῦμε νὰ λέμε στὰ λατινικὰ πράγματα ποὺ θὰ ἦταν γελοῖο νὰ ἐδιαβάζαμε ἤ νὰ ἐγράφαμε» στὰ γερμανικά. Μὲ τὴν ἐξαφάνισι τῶν λατινικῶν θέλει νὰ ἐξαφανίσῃ καὶ τὴν ῥωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία».
Ζητῶ ἀπὸ τοὺς διπλωμᾶτες μας νὰ ξεπεράσουν τὴν εὐθυνοφοβία τους, τὶς πολιτικὲς καὶ θρησκευτικές διαφορές, κομμουνιστικές, φασιστικές, φιλελεύθερες, νεοημερολογιτικές, παλαιοημερολογητικές, οἰκουμουνιστικές, ἀντιπαπικές, καὶ νὰ ἀνυψωθοῦν ἡνωμένοι γύρω ἀπὸ τὴν λατρεία τῆς μοναδικῆς συμπαντικῆς γλώσσης, τῆς ἑλληνικῆς.
Ἡ ἔλευση στὴν καναδικὴ πρωτεύουσα τοῦ Δημήτρη Ἀζεμοπούλου εἶναι ἐπαγγελία καὶ ἐλπίς. Τὸν προτρέπουμε νὰ καθιερώσῃ στὴν πρεσβεία του τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραφῆς (ποὺ ἤδη ἐπανέρχεται ὁλοταχῶς σὲ ὅλο καὶ πιὸ μεγάλα τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ), ἐφ’ὅσον οὐδεμία ῥητὴ ἀπαγόρευσις χρησιμοποιήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραφῆς δὲν ὑφίσταται διὰ νόμου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους γιὰ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες καὶ ποὺ φυσικὰ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ τεχνικὸ κώλυμα.
Δημήτρης Κιτσίκης 30 Ἰανουαρίου 2018, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν