385 – Ἡ μεταϊωαννιδικὴ «17 Νοέμβρη» καὶ τὸ ἄθλιο καθηγητικὸ κατεστημένο

Ἡ 17 Νοέμβρη 1973 ὑπῆρξε τεραστία φάρσα τοῦ κατεστημένου γιὰ νὰ ἐπανέλθῃ στὴν ἐξουσία μέσῳ τοῦ πραξικοπήματος τοῦ ταξιάρχου Ἰωαννίδη, ὁ ὁποῖος Ἰωαννίδης καθήρεσε ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸν Γεώργιο Παπαδόπουλο ποὺ εἶχε τὸ 1967 ἀποτρέψει τὸ πραξικόπημα τῶν στρατηγῶν τοῦ πρωθυπουργοῦ Παναγιώτη Κανελλοπούλου καὶ εἶχε ἐπιτρέψει σὲ αὐτὸν τὸν κατεδαφιστὴ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἐτραγουδήθη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν Ἀριστερά, ὡς ὁ πρόγονος τοῦ «Δημοκρατικοῦ Τόξου», νὰ ἐμφανισθῇ ἐνώπιον τῆς εἰσόδου τοῦ ἐξεγερμένου ἀπὸ τοὺς Ἀμερικανοὺς Πολυτεχνεῖο, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὰ ἐπαναστατημένα νειᾶτα!

Ἀκριβῶς γι’αὐτὸ ἱδρύθη τὸ ἐπαναστατικὸ πατριωτικὸ κίνημα ποὺ ὠνομάθη «17 Νοέμβρη» γιὰ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς Ἰωαννιδικοὺς προδότες καὶ τοὺς ἀμερικανοὺς ὑποστηρικτές τους καὶ ὄχι τὸ καθεστὼς τοῦ Παπαδοπούλου ποὺ ἀνετράπη ἀπὸ τὸν Ἰωαννίδη.

Ὁ Κανελλόπουλος εἶχε ὑποστηρίξει τὸ δυτικοφερμένο κίνημα τοῦ δημοτικισμοῦ ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀποξενώσῃ τοὺς Ἕλληνες τοῦ σημερινοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου τῶν δέκα ἑκατομμυρίων, ἀπὸ τὴν παγκοσμιότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἐπιτρέψει στοὺς Δυτικοὺς νὰ ἰσχυρισθοῦν πὼς τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἦσαν, ὅπως τὰ λατινικά, μία νεκρὴ γλῶσσα καὶ πὼς τὰ νέα ἑλληνικὰ ἦσαν μία διάλεκτος οὐδόλως πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ τὰ δανικὰ ἤ τὰ ὁλλανδικά.

Ὁ παρηκμασμένος γραικύλος Κανελλόπουλος (1902-1986), ποὺ κατὰ τὴν ἰδία τὴν μαρτυρία τοῦ τίτλου βιβλίου του, εἶχε γεννηθῆ στὴν Πάτρα «στὸ 1402», σὲ πλήρη περίοδο παρακμῆς, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν δυτικὸ πατρινὸ φραγκικὸ λαϊκισμό, ἐκατηγόρει τοὺς «φανατικοὺς καθαρευουσιάνους καθηγητὲς μας» ὅτι τοῦ ἀπεσιώπουν τὸ ἔργο τῶν συγχρόνων ἑλλήνων λογοτεχνῶν, συνεπικουρουμένου καθηγητῶν -οὔτε λίγο οὔτε πολύ- τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸ «ΚΚΚ, Κόμμα Κακριδῆ Κριαρᾶ», γλωσσικὴ συμμορία ποὺ ἔφερε τὴν πλήρη ἀπαξίωση τῆς γλώσσας τῶν θεῶν, μὲ τὴν ἐπίσημη ἐπὶ Γεωργίου Ῥάλλη τὸ 1976, ἐπιβολὴ τῆς πλαστῆς γλώσσας τῶν δημοτικιστῶν λογίων καὶ τὸ 1982, ἐπὶ Ἀνδρέα Παπανδρέου, τῆς ψυχρῆς ἀχρωματίστου μονοτονικῆς γραφῆς.

Ὅταν ὅμως ὁ μέγιστος Ἐλύτης , οἱ ποιητὲς καὶ οἱ φιλόσοφοί μας ἀντεστάθησαν στὰ ἀπανωτὰ αὐτὰ γλωσσικὰ πραξικοπήματα καὶ ἐδήλωσαν ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνική, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν λατινική, ἦταν ζωντανὴ γλῶσσα, τὸ κατεστημένο τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν οἱ ὁποῖοι πάντα ἠγωνίζοντο γιὰ τὴν καρέκλα τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν θεόπνευστη ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἔκαμε ὀπίσω καὶ ἐδήλωσε ὅτι ναί, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι διαχρονικὴ καὶ ἀπολύτως ζωντανὴ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι σήμερα, μόνον ποὺ ἄν καὶ ἐπέκρινε τὴν ἐπίβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἀντὶ τοῦ πολυτονικοῦ ποὺ ἡ ἑλληνικὴ ἐχρησιμοποίει ὡς παγκοσμία γλῶσσα γιὰ δύο χιλιάδες καὶ διακόσια χρόνια, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κάνῃ ὀπίσω καὶ θὰ συνέχιζε δυστυχῶς «μὲ μαύρη καρδιά» νὰ γράφῃ μονοτονικά!

Καὶ ἐρωτᾶμε τὸ ἀποσυντεθειμένο ἀπὸ πτωμαΐνη καθηγητικὸ σῶμα, μήπως θὰ ἦταν πιὸ χρήσιμο ἀντὶ νὰ καταστρέφῃ τὴν ἑλληνικὴ νεολαία πρὸς χάρι συγκρατήσεως τοῦ μισθοῦ του νὰ θυσιάσῃ αὐτὸ τὸ μίζερο σῶμα του γιὰ νὰ ἐμπλουτίσῃ μὲ λίπασμα τὴν γῆ τοῦ ἀγρότου, ἀκολουθῶντας τὴν συμβουλὴ τοῦ μακαρίτου προέδρου Μάο;

Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θὰ παραμείνῃ νεκρὴ ὅσο θὰ συνεχίζουμε νὰ τὴν πασπατεύουμε στὰ φιλολογικὰ γραφεῖα μας. Διότι δὲν φθάνει πλῆθος λέξεων ὅπως «θάλασσα» καὶ «ἥλιος» νὰ ἔχουν παραμείνει ἀμετάβλητες τὰ τελευταῖα τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ἐὰν οὔτε κἄν οἱ καθηγητὲς τῆς ἀρχαίας δύνανται μεταξύ τους, πίνοντας τὸν καφέ τους, νὰ συζητοῦν στὴν γλῶσσα τοῦ Περικλέους. Διότι καὶ τὰ λατινικά, ὡς νεκρὴ γλῶσσα, στὴν ἴδια κατάσταση εὑρίσκονται. Καὶ ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, τόσο πιὸ νεκρὴ θὰ καταντήσουν οἱ φιλόλογοι ὑποκριτὲς τὴν διαχρονικὴ ἑλληνική, μὲ τὶς συνεχεῖς ἀλλαγὲς ποὺ ἐπιβάλλουν, ἀντὶ νὰ βάζουν φρένο στὶς ἀλλαγὲς αὐτές.

Καὶ μόνον ἕνα ὁλοκληρωτικὸ καθεστὼς καθαιρῶντας τοὺς πανεπιστημιακοὺς αὐτοὺς καθηγητές, δύναται νὰ ἐπαληθεύσῃ κάτι ποὺ πράγματι εἶναι: ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία, τὰ τελευταῖα τρεῖς χιλιάδες χρόνια καὶ ὅτι παραμένει ζωντανή.