(Μὲ τὰ σύνηθη ἀντιτουρκικὰ -καὶ συνεπῶς ἀνθελληνικά- στερεότυπα, ἐκατηγορήσαμε τὴν Τουρκία γιὰ παζάρια μὲ τοὺς Ἀμερικανοὺς καὶ ὅτι ἠρνήθη τελικὰ νὰ ἐπιτρέψη στοὺς Ἀμερικανούς, τὴν διέλευση στρατευμάτων καὶ τὴν χρησιμοποίηση τῶν ἀεροδρομίων της, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβε ἀρκετὰ χρήματα. Καὶ τώρα τρίβουμε τὰ χέρια μας γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ θὰ ὑποστῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπωφεληθοῦμε, διότι ἐμεῖς “ἐσεβάσθημεν τὶς συμμαχικὲς μας ὑποχρεώσεις, ἐκάτσαμε φρόνιμα, ἐνῷ ὁ ὅμορος ἀντίπαλος ἔκαμε τὸν γενναῖο”! Δηλαδή, χαιρόμεθα ποὺ ἐμεῖς ἐφέρθημεν ὡς δωσίλογοι καὶ ἐλπίζουμε πὼς θὰ μᾶς ἀμείψη τὸ ἀμερικανικὸ ἀφεντικό)
α) Τὸ τουρκικὸ παράδειγμα
Ὅποιοι καὶ νὰ ἦσαν οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπήκουσαν στὰ κελεύσματα τῶν Ἀμερικανῶν, οἱ Τοῦρκοι ἐδυσκόλευσαν σημαντικὰ τὴν ἀγγλοσαξωνικὴ ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἰράκ, ἔκαμαν ἔξω φρενῶν τὸ κοινό μας ἀφεντικὸ καὶ ἐφέρθησαν μὲ λεβεντιά, μία στάση ποὺ ἐμεῖς θὰ ἔπρεπεν νὰ ζηλεύουμε. Διότι ναὶ μὲν πρέπει νὰ φιλᾶμε τὸ χέρι ποὺ δὲν ἠμποροῦμε νὰ δαγκώσωμε ἀλλὰ καὶ ἡ Ἱστορία διδάσκει ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ κρατήση κανεὶς κάτι ποὺ τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸ ἀφεντικὸ χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ πάρη πίσω κάποια στιγμή. Τὰ παραδείγματα εἶναι ἀμέτρητα. Φέρ’ εἰπεῖν, οἱ Γάλλοι στὴν Κίνα, τὸ 1868-1874, κατεσκεύασαν τὰ στρατιωτικὰ ναυπηγεῖα τοῦ Φούτζοου (Fuzhou) καὶ ἕνα βιομηχανικὸ κομπινάτ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ταϊβάν, χάρη σὲ κινεζικὰ χρήματα, ποὺ ἐχρησιμοποιήθησαν γιὰ νὰ καλοπληρωθοῦν οἱ Γάλλοι εἰδικοὶ καὶ σύμβουλοι ἀπὸ τὸν κινεζικὸ κρατικὸ προϋπολογισμό: τὸν Ἰούλιο τοῦ 1874, ἡ ἐπαρχία Φούτζιαν (Fu-jian) τῆς ὁποίας τὸ Φούτζοου εἶναι ἡ πρωτεύουσα, εἶχε ξοδέψει 5.350.000 ἀργυρὰ τάελς καὶ 15 ἀτμόπλοια εἶχαν κατασκευασθῆ. Τὸ 1884 ὅμως, ἡ Γαλλία ἐπετέθη καὶ πάλι κατὰ τῆς Κίνας γιὰ νὰ τὴν τιμωρήση ποὺ ὑπεστήριξε τὸ ὑπὸ κινεζικῆς προστασίας Βιετνὰμ κατὰ τῆς γαλλικῆς εἰσβολῆς. Χωρὶς κήρυξη πολέμου (ὅπως οἱ Ἀμερικανοὶ στὸ Ἰράκ, τὸ 2003), οἱ γαλλικὲς ναυτικὲς δυνάμεις ἐβομβάρδισαν τὰ ναυπηγεῖα τοῦ Φούτζοου σκοτώνοντας σὲ παράπλευρες ἀπώλειες πάνω ἀπὸ 3.000 Κινέζους. Ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῶν κινεζικῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τῶν πλοίων ποὺ εἶχαν οἱ ἴδιοι κατασκευάσει, διηυκολύνθη ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ ἐδίδοντο ἀπὸ τοὺς Γάλλους τεχνικοὺς ποὺ εἶχαν παραμείνει ἐπὶ τόπου! Τὴν ἑπομένη τοῦ πολέμου οἱ Κινέζοι ἐπλήρωσαν καὶ πάλι τοὺς Δυτικοὺς νὰ ξανακατασκευάσουν αὐτὰ ποὺ εἶχαν καταστρέψει. Ὁ ἰμπεριαλιστικὸς καπιταλισμὸς στὸ πνεῦμα τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἀνασυγκροτήσεως, σὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο μᾶς προτρέπει νὰ συμβάλουμε, στὴν Γιουγκοσλαυΐα καὶ τὸ Ἰρὰκ, μὲ τὴν γενναιόδωρη ἑλληνικὴ ψυχή μας, ὁ Ἕλλην πρωθυπουργὸς, μήπως μαζέψουμε κι ἐμεῖς κανένα ψίχουλο.
Στὴν Τουρκία ὅμως, “ὁ λαὸς συνεισφέρει οἰκονομικὰ, γιὰ νὰ μὴν σκύψη ἡ χώρα τὸ κεφάλι στοὺς Ἀμερικανούς, ὅπως ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ταγὶπ Ἔρντογαν, Τοῦρκος δημόσιος ὑπάλληλος ποὺ προσέφερε τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ του στὸ τουρκικὸ κράτος. Ὅταν ὁ πρωθυπουργὸς ἐδιάβασε τὴν ἐπιστολὴ στὸ Κοινοβούλιο, πολλοὶ βουλευτὲς ἔκλαψαν, ἐνῷ στὴν συνέχεια, Τοῦρκοι ἠκολούθησαν τὸ παράδειγμά του στέλνοντας ἑκατοντάδες χιλιάδες εὐρώ, παράλληλα μὲ ἕνα σιωπηλὸ μποϊκοτὰζ τῶν ἀμερικανικῶν προϊόντων. Ὁ Ἀμπντουλκαντὶρ Κονόκογλου, ἰδιοκτήτης τῆς μεγάλης βιομηχανίας Σάνκο, ἐπρότεινε μάλιστα στὴν κυβέρνηση νὰ ἐπιβάλη 20% φόρο ἰδιοκτησίας ὥστε νὰ ἀντεπεξέλθη στὴν οἰκονομικὴ κρίση, χωρὶς τὴν βοήθεια τῆς Οὐασιγκτῶνος. Μόνον ἡ Τουσιάντ (TUSIAD), ἡ πανίσχυρη Ἕνωση Βιομηχάνων, προειδοποίησε ὅτι ἡ Τουρκία θὰ πάη εἴκοσι χρόνια πίσω, ἄν θέση σὲ κίνδυνο τὶς σχέσεις της μὲ τὶς ΗΠΑ, ἐδέχθη ὅμως μεγάλη ἐπίθεση ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως τῆς χώρας”. (Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 6 Ἀπρ. 2003).
β) Ἡ συνεχὴς συρρίκνωση τοῦ χώρου τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ
Ἔχουμε συνηθίσει, ἀπὸ τὸ 1821 ἕως τὸ 1923, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἑκατὸ ἐτῶν τοῦ ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου ποῦ διεμέλισε τὴν κοινὴ οἰκία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τῶν δύο λαῶν, νὰ μετρᾶμε σὲ τετραγωνικὰ χιλιόμετρα, τὴν ἐδαφικὴ αὔξηση τοῦ δωσιλογικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου τῶν Ἀθηνῶν, στὰ χέρια τοῦ δυτικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ἐνῷ ἀγνοοῦμε τὴν ταυτόχρονη συρρίκνωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἀπὸ τὸν Καύκασο, τὸν Δούναβη, τὸ Σουδὰν καὶ τὴν Μεσοποταμία, ἐνεκλείσθη ὑπὸ τὴν λιλιπούτεια ἡγεσία τοῦ παρασιτικοῦ Κολωνακίου, συνοικία τῆς Δύσεως, στὸν στενὸ κορσὲ τῆς νοτίας ἄκρης τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου. Διότι ἐὰν τὰ σημερινὰ 132.000 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα περιττεύουν γιὰ τὸ κρατίδιο τοῦ ἑλλαδισμοῦ, κατοικημένου ἀπὸ ἕναν γηρασμένο καὶ ἄτεκνο πληθυσμό, ἐγκλωβισμένο στὴν δίνη τοῦ μεταναστευτικοῦ βαρβαρισμοῦ, ἡ ἐδαφικὴ αὐτὴ ἔκταση εἶναι ἀπαραδέκτως μικροσκοπικὴ γιὰ τὸν ἑλληνισμό.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἔχουμε συνηθίσει ἀπὸ τὸ 1821, νὰ χαιρώμεθα γιὰ τὸν σταδιακὸ διαμελισμὸ τῆς Ὀθωμανίας πρὸς χάριν τῶν δυτικῶν συμφερόντων ποὺ ἀπέκοψαν τὰ περισσότερα ἑλληνωρθόδοξα δωμάτια τῆς κοινῆς οἰκίας, ἀπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ γιὰ τὴν συνεχῆ συρρίκνωση τοῦ χώρου τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μέχρι τὸν Δούναβη καὶ ἀπὸ τὸν Καύκασο μέχρι τὴν Μεσοποταμία, πρὸς ὄφελος τῆς σλαυϊκῆς καθόδου καὶ τῆς ἀραβικῆς ἀνόδου ποὺ ἀπειλοῦν μὲ καταστροφὴ τὴν ἑλληνοτουρκικὴ ὀντότητα. Τὸ ὀρθόδοξο σουννιτικὸ Ἰσλὰμ ὑπῆρξε πάντα στὰ χέρια τῶν Ἀράβων καὶ ἐξεφράζετο μέσῳ τῆς ἀραβικῆς γλώσσας, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἐξεφράζοντο θρησκευτικὰ μέσῳ τοῦ ἀλεβισμοῦ ἤ πιὸ γενικά, μέσῳ τοῦ σουφισμοῦ. Συνεπῶς ἡ συρρίκνωση τοῦ τουρκισμοῦ μετὰ τὸ 1821 δὲν ἦτο συρρίκνωση τοῦ Ἰσλὰμ ὅπως συνήθως παρουσιάζεται. Ἀντιθέτως, ἡ καταστροφὴ τοῦ ἀλεβισμοῦ-μπεκτασισμοῦ στὰ Βαλκάνια καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀλβάνια ἐπετεύχθη πρὸς ὄφελος τοῦ σουννιτικοῦ Ἰσλὰμ ποὺ ἐξηπλώθη ἰδίως μέσῳ τῶν Σλαύων τῆς Βοσνίας. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ συρρίκνωση τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν ἦτο συρρίκνωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντιθέτως τὰ Βαλκάνια καὶ ὁ Καύκασος ἐγνώρισαν ἄνοδο τοῦ σλαυϊκοῦ ὀρθοδόξου στοιχείου εἰς βάρος τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ὁ ἑκατοντάχρονος ἑλληνοτουρκικὸς ἐμφύλιος πόλεμος (1821-1922) ὑπῆρξε ἐπιζήμιος ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἑλληνικὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τουρκικὸ πληθυσμό, μὲ ἑκατέρωθεν φοβερὲς σφαγὲς, ἀνήκουστες στὰ χρόνια τῆς Ὀθωμανίας, ἐφ’ὅσον πλέον, ἐφηρμόζετο τὸ δυτικὸ πρότυπο τοῦ ἐθνικισμοῦ τῆς ἐθνικῆς καθάρσεως, ὥστε κάθε κράτος-ἔθνος νὰ καταστῆ μονόγλωσσο, μονοθρησκευτικὸ καὶ μονοφυλετικό (Ἡ ἐθνικὴ κάθαρση, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, τῶν Σέρβων κατὰ τῶν Ἀλβανῶν στὸ Κοσσυφοπέδιο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ πρωτόγνωρο. Ἦτο ἡ συνήθης πρακτικὴ ὅλων τῶν ἐθνικισμῶν τῶν τελευταίων διακοσίων ἐτῶν). Ἔτσι, τὸ 1861, ὁ περίφημος Σκωτσέζος φιλέλλην ἱστορικὸς τῆς Ἐλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Γεώργιος Φίνλεϋ (1799-1875), ποὺ ἠγωνίσθη στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων, καὶ μετὰ τὴν ἀνεξαρτησία ἐγκατεστάθη στὴν Ἀθήνα, ἔγραφε (George Finlay, History of the Greek Revolution, Λονδῖνο, 1861, σ.172) : “Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, μουσουλμανικὸς πληθυσμὸς ἄνω τῶν εἴκοσι χιλιάδων ψυχῶν, ἔζουν διεσπαρμένοι στὴν Ἑλλάδα [δηλαδὴ στὴν Πελοπόννησο, κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ τουρκόφωνοι], ἀσχολούμενοι μὲ τὴν γεωργία. Μέσα σὲ δύο μῆνες τὸ μεγαλύτερο μέρος αὐτῶν κατεσφάγη : ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐδολοφονήθησαν χωρὶς οἶκτο καὶ τύψεις [σφαγὴ στὴν ὁποία οἱ Ἀρβανίτες ἔπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο]. Γέροντες ἀκόμη σήμερα ἐπιδεικνύουν σωροὺς ἀπὸ λιθάρια καὶ ἐξηγοῦν στὸν περιηγητή : “ἐδῶ ἔστεκε ὁ πύργος τοῦ Ἀλῆ Ἀγᾶ καὶ ἐδῶ τὸν ἐσφάξαμε μὲ τὸ χαρέμι του καὶ τοὺς δούλους του”. Καὶ ὁ γέρων ἐπιστρέφει ἥσυχα στὰ χωράφια ποὺ κάποτε ἀνῆκαν στὸν Ἀλῆ Ἀγά, νὰ συνεχίση τὸ ὄργωμα, χωρὶς ἴχνος σκέψεως πὼς Ἐρινύες δύνανται νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἔργο του. Τὸ ἔγκλημα ἦτο ἔγκλημα ἑνὸς ἔθνους καὶ οἱεσδήποτε ἀναστατώσεις καὶ ἄν προξένησε, αὐτὲς εὑρίσκονται στὴν συνείδηση τοῦ ἔθνους· οἱ δὲ πράξεις γιὰ τὴν ἐξιλέωσή του πρέπει νὰ εἶναι οἱ πράξεις τοῦ ἔθνους”.
γ) Οἱ Ἀλβανοὶ, ὡς βαρβαρικὴ περιφέρεια τοῦ ἑλληνισμοῦ
Τὸ ἑλληνικὸ κρατίδιο ἐξ ἀρχῆς ἐξηπλώθη στὴν σκιὰ τῶν Arnavut (Ἀλβανῶν-‘Αρβανιτῶν). ‘Oρεσίβιοι, φοβεροὶ πολεμιστὲς, ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν κλεφτουριά, στοὺς ληστὲς τῶν ὀρέων, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐπαναστάσεως καὶ στοὺς σημερινοὺς μετανάστες ποὺ ἀναμφιβόλως, ὅπως καὶ στὸ παρελθὸν ηὔξησαν ἐντυπωσιακὰ τὴν ἐγκληματικότητα στὴν χώρα μας. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ σήμερα ἀφομοιώνονται πολὺ γρήγορα στὸν ἑλληνικὸ κορμὸ, παρὰ τὴν ραγδαία ἄνοδο στὰ Βαλκάνια τοῦ ἀλβανικοῦ ἐθνικισμοῦ. Πάντα τοὺς εἴχαμε παρόντες στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κρατιδίου καὶ πέραν τῶν βορείων συνόρων μας, ὄχι μόνον στὴν Βόρειο Ἤπειρο ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλην τὴν Ἀλβανία. Χωρὶς αὐτοὺς εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι ἐχάναμε τὴν…φουστανέλλα μας! Ἐπειδὴ ἐξεπολιτίζοντο πολὺ γρήγορα, ἀνενέωναν συνεχῶς τὸ ἑλληνικὸ αἷμα. Ἦσαν συνάμα ἀπειλὴ καὶ ἐλπίδα, μαχαίρι στὸ στῆθος μας καὶ ἀσπίδα κατὰ τῶν Σλαύων.
Ἡ πίστη τους στὸν Θεὸ εἴτε ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴτε ὡς Μπεκτασῆδες-‘Αλεβῆδες, ἦταν πηγαία ἀλλὰ πρωτόγονη, χωρὶς δογματισμό, γι’αὐτὸ καὶ ὁ κομμουνιστὴς ἡγέτης τους, ὁ Ἐνβὲρ Χότζα εἶχε πιστεύσει εἰλικρινὰ ὅτι ἠμποροῦσε νὰ ἐγκαθιδρύση, χωρὶς λαϊκὴ ἀντίδραση, κράτος ἀθεΐας καὶ νὰ κλείση ὅλες τὴς ἐκκλησίες καὶ ὅλα τὰ τεμένη. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὁ Ἀλβανὸς μετανάστης στὴν Ἑλλάδα δὲν διστάζει νὰ παρουσιάζεται μὲ τὴν θρησκεία τοῦ ἀφεντικοῦ του, ἁπλῶς καὶ μόνο γιὰ νὰ τοῦ εἶναι ἀρεστός. Στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἦσαν φημισμένοι πολεμιστὲς οἱ ὁποῖοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ σφάζουν χωρὶς θρησκευτικὲς τύψεις. Τὸ σύμβολο τοῦ Ἀρβανίτου-Ἀλβανοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἀλῆ πασὰς ὁ Τεπελενλῆς, μπεκτασῆς καὶ συνάμα κρυπτοχριστιανός, πάντως σίγουρα ὄχι μουσουλμάνος. Ἥ μήπως ἦταν ἁπλῶς Ἀρβανίτης, δηλαδὴ βίαιος, δεισιδαίμων καὶ ἀθεόφοβος ; Αὐτὸ πιστεύει ὁ βιογράφος του, ὁ Ἄγγλος William Plomer, ποὺ τὸν περιγράφει ὡς ἑξῆς : “Ἄν καὶ δὲν εἶχε κανένα θρησκευτικὸ πιστεύω, καὶ ἠδύνατο νὰ εἶναι μουσουλμάνος μὲ τοὺς μουσουλμάνους, πανθεϊστὴς μὲ τοὺς δερβίσηδες μπεκτασῆδες, χριστιανὸς μὲ τοὺς χριστιανοὺς, πάντα ἔτοιμος νὰ πιῆ στὴν ὑγεία τῆς Παναγίας, ἤ καὶ ἄθρησκος ὅπως ἦσαν οἱ Ἀλβανοί του, ἦταν πολὺ δεισιδαίμων. Ἄν καὶ σχεδὸν ὅλοι τὸν ἐφοβοῦντο, οἱ δερβίσηδες [μπεκτασῆδες] ποτὲ δὲν τὸν ἐφοβοῦντο” (The Diamond of Jannina : Ali Pasha, 1741-1822, Λονδῖνο, Jonathan Cape, 1970, σ. 76).
Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τοῦ 21 ἀπέδειξε τὴν δυσκολία διαχωρισμοῦ Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανῶν. Ὁ πατὴρ Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐδιηγήθη τὴν ἑξῆς προσωπικὴ του ἐμπειρία : “Τὸ 1951 ὅταν ὑπηρέτουν διὰ πρώτην φορὰν ὡς ἐφημέριος εἰς μικρὰν πόλιν τῆς Ἀμερικῆς, ἐκλήθην τηλεφωνικῶς νὰ ὑπάγω εἰς τὸ σπίτι ἀσθενοῦς διὰ νὰ διαβάσω μίαν εὐχήν. Κατὰ λάθος ἐκτύπησα τὴν θύραν γειτονικοῦ σπιτιοῦ. Ἐνεφανίσθη κάποιος ὁ ὁποῖος μὲ ἐπληροφόρησεν ἑλληνιστὶ ὅτι δὲν εἶναι ὁ Παπαστεφάνου τὸν ὁποῖον ἐζήτουν ἀλλὰ ὁ Παπακώστας…[ποὺ ἐκκλησιάζετο] εἰς τὴν ἑλληνικὴν μητρόπολιν τῆς Ἁγίας Τριάδος [Νέας Ὑόρκης]. Κατὰ τὴν συζήτησίν μας ἐνεφανίσθη ἀπὸ μέσα ἕνας ἄλλος τὸν ὁποῖον μοῦ συνέστησεν ὡς ἀδελφόν του. Ἀλλὰ ἐγνώριζον τὸν ἀδελφόν του ὡς ἀρχηγὸν τῶν Ἀλβανῶν τῆς πόλεως καὶ ἠρώτησα : “Πῶς εἶναι δυνατὸν σὺ νὰ εἶσαι Ἕλληνας καὶ ὁ ἀδελφός σου Ἀλβανός;” ( Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη, Ἐκδ. Πουρνάρα, 1975, σ. 17).
δ) Οἱ Κοῦρδοι, ὡς βαρβαρικὴ περιφέρεια τοῦ τουρκισμοῦ
Ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία εἶχε στὴν δυτικὴ περιφέρειά της τοὺς Ἀλβανούς, στὴν δὲ ἀνατολικὴ περιφέρεια τοὺς Κούρδους. Ἀναμφιβόλως οἱ Κοῦρδοι εἶναι οἱ Ἀλβανοὶ τῆς Ἀνατολῆς.Οἱ δύο βαρβαρικοὶ αὐτοὶ λαοὶ ἔχουν πολλὰ κοινὰ χαρακτηριστικά : Ἰλλυριοὶ καὶ Καρδοῦχοι ἀρχαιοτάτοι λαοί, ἀπομονωμένοι ἐπάνω στὰ βουνά τους μακριὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, φοβεροὶ πολεμιστὲς ἐχρησιμοποιήθησαν καὶ οἱ δύο ὡς βασιβουζοῦκοι (τουρκικὴ συνθετικὴ λέξη ποὺ σημαίνει κακοκέφαλοι, δηλαδὴ βάρβαροι), ἄτακτα σώματα, βοηθητικὰ τῆς ἀφρόκρεμας τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ ποὺ ἦσαν οἱ γενίτσαροι Ρωμηοὶ, κυρίως Ἕλληνες. Οἱ βασιβουζοῦκοι ἐχαρακτηρίζοντο ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτά τους καὶ τὶς πολλὲς λεηλασίες εἰς βάρος τοῦ ἐχθρικοῦ καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ πληθυσμοῦ. Σήμερα ὁ ἀμερικανικὸς ἰμπεριαλισμὸς χρησιμοποιεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τοὺς Ἀλβανοὺς κατὰ τῶν Σέρβων καὶ τοὺς Κούρδους κατὰ τῶν Ἰρακινῶν καὶ ἀργότερα ἴσως κατὰ τῶν Τούρκων, ὅπως ἡ Ὀθωμανικὴ κυβέρνηση ἐχρησιμοποίησε στὸν ΙΘ΄ αἰῶνα, τοὺς ἀποκαλουμένους Τουρκαλβανούς (ἄν καὶ δὲν εἶχαν τίποτα τὸ τουρκικό, ἁπλῶς ὑπετίθετο πὼς ἦσαν μουσουλμᾶνοι) κατὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τοὺς Κούρδους κατὰ τῶν Ἀρμενίων.
Ἡ πίστη τῶν Κούρδων στὸν Θεὸ ὡς μουσουλμᾶνοι, εἶναι πηγαία ἀλλὰ πρωτόγονη, χωρὶς δογματισμό, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κομμουνιστὴς ἡγέτης τοῦ PKK, ὁ Ἀμπντουλλὰχ ‘Öτζαλάν -ὅπως ὁ Ἐνβὲρ Χότζα γιὰ τοὺς Ἀλβανούς- εἶχε πιστεύσει ὅτι ἠμποροῦσε νὰ παραβλέψη τὴν θρησκεία. Ἡ πανσπερμία τῶν θρησκευτικῶν δοξασιῶν τῶν Κούρδων στοὺς ὁποίους εὑρίσκει ἀκόμη κανεὶς καὶ ζωροαστρισμό, ἄν καὶ ἡ πλειοψηφία τους ὑποτίθεται πὼς εἶναι σουννῖτες μουσουλμᾶνοι, ἔχει ὡς βάση πανάρχαιες θρησκευτικὲς σαμανιστικὲς καταβολές. Ἄν καὶ ὁ μπεκτασισμὸς-ἀλεβισμὸς εἶναι θρησκεία τῶν Τούρκων πολὺ περισσότερο παρὰ τῶν Κούρδων, ἀλεβιδικὰ στοιχεῖα ἦσαν ἐντόνως παρόντα στὰ διάφορα δερβισικὰ τάγματα, ὅπως αὐτὸ τῶν Νακσιμπεντίδων ποὺ καθοδηγοῦσαν τοὺς Κούρδους ὅπως καὶ τοὺς Ἀλβανούς (βλ. τὸ ἄρθρο μου, “Τὸ μέλλον τοῦ τουρκικοῦ Ἰσλάμ”, Τρίτο Μάτι, Ἀθήνα, τ. 109, Ἰανουάριος 2003, σ. 20-26).
Τὰ τελευταῖα τριάντα χρόνια, ἡ ἐσωτερικὴ μετανάστευση τῶν Κούρδων ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τῆς Τουρκίας στὰ παράλια τοῦ Αἰγαίου ἐδημιούργησε μεγάλα κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ ἐπεδείνωσε τὴν κατάσταση ἡ ὁποία εἶχε προέλθει ἀπὸ τὴν παράλληλη ἔξοδο τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ἴμβρο καὶ τὴν Τένεδο. Οἱ Τοῦρκοι ἐγνώρισαν τὰ ἴδια προβλήματα μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἐδημιούργησε ἡ ἀλβανικὴ μετανάστευση στὴν Ἑλλάδα.
Τὸ 1923, ὁ Κεμὰλ διέπραξε τὸ λάθος νὰ θεωρήση τοὺς Κούρδους ἀφομοιωμένους στὴν νέα Τουρκία. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καθίσταται δύσκολο νὰ ξεχωρίση κανεὶς τὶ εἶναι καθαρῶς ἑλληνικὸ καὶ τὶ ἀλβανικό-ἀρβανίτικο, εἶναι συχνὰ δύσκολο νὰ ξεχωρίσης τὸ τουρκικὸ ἀπὸ τὸ κουρδικό, ὅπως φέρ’εἰπεῖν ἡ κοινὴ ἑορτὴ τῆς ἀνοίξεως Κούρδων καὶ Τούρκων, τῆς 21ης Μαρτίου, τὸ Νεβρούζ, τοῦ ἰρανικοῦ νέου ἔτους ποὺ οἱ Κοῦρδοι θεωροῦν ὡς τὴν ἐθνική τους ἑορτὴ καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ τῶν Τούρκων! Ὁ Τζὲμ εἶναι ὁ Ἄριος ἥρωας στὴν ζωροαστρικὴ παράδοση ποὺ ἵδρυσε τὴν ἑορτὴ τοῦ Νεβρούζ καὶ Τζὲμ εἶναι τὸ μεγάλο ἐτήσιο κουρμπάνι τῶν Ἀλεβήδων ὅπου θυσιάζονται τὰ ἀρνιά (βλ. σ. 214 τοῦ βιβλίου μου, Τὸ Βυζαντινὸ πρότυπο, Ἔσοπτρον, 2001).
Ἡ βίαιη ὅμως ἀντιθρησκευτικὴ δυτικοποίηση τοῦ καθεστῶτος τοῦ Κεμὰλ ἀφύπνισε στοὺς Κούρδους τὸν βαθὺ συντηρητισμό τους. Ὁ πατέρας τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὁ Ζιγιὰ Γκöκὰλπ (1876-1924) ἦταν Κοῦρδος, καὶ ὅπως οἱ Ἀρβανῖτες στὴν Ἑλλάδα ποὺ θεωροῦνται οἱ καλύτεροι Ἕλληνες, ἐθεώρει τοὺς Κούρδους ὡς ἐνθέρμους Τούρκους πατριῶτες. Ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ Κοῦρδοι τῆς Τουρκίας δὲν γνωρίζουν περισσότερα κουρδικὰ ἀπ’ ὅτι οἱ Ἀρβανῖτες τῆς Ἑλλάδος τ’ ἀρβανίτικα. Ὁ κουρδικὸς πληθυσμὸς εἶχε κατὰ τὸ πλεῖστον πολεμήσει τὸ 1919-1922 στὸ πλευρὸ τοῦ Κεμὰλ γιὰ νὰ ἀπελευθερωθῆ ἡ χώρα ἀπὸ τοὺς ξένους εἰσβολεῖς καὶ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τῶν δωσιλόγων τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παρὰ ταῦτα, οἱ δυτικὲς Δυνάμεις εἶχαν τὴν πρόθεση μὲ τὴν Συνθήκη τῶν Σεβρῶν τῆς 10ης Αὐγούστου 1920 νὰ δημιουργήσουν ἀνεξάρτητο κουρδικὸ κράτος. Τελικὰ ἡ ἵδρυση τοῦ μεγάλου Κουρδιστὰν ἀνεβλήθη ὅπως καὶ ἡ ἵδρυση τῆς Μεγάλης Ἀλβανίας, ἐφ’ὅσον ἀντετίθεντο οἱ πρὸς τὸ παρὸν καλοὶ καὶ πολύτιμοι σύμμαχοι τῶν ΗΠΑ, Ἑλλὰς γιὰ τὴν Ἀλβανία καὶ Τουρκία γιὰ τὸ Κουρδιστάν. Διότι ὅπως καὶ οἱ Ἀλβανοὶ διατείνονται ὅτι ὁ πληθυσμός τους ἐπεκτείνεται σὲ τρεῖς ὅμορες χῶρες : τὴν Ἑλλάδα, τὸ Κοσσυφοπέδιο τῆς Σερβίας καὶ τὸ κράτος τῶν Σκοπίων, ἔτσι καὶ οἱ Κοῦρδοι ἐπεκτείνονται στὴν Τουρκία, τὴν Συρία, τὸ Ἰρὰκ καὶ τὸ Ἰράν.
ε) Ἡ Μοσσούλη ὡς Βόρειος Ἤπειρος
Ὅταν ἐξερράγη τὸν Μάρτιο τοῦ 1999, ὁ πόλεμος τῆς Γιουγκοσλαυΐας, οὔτε κἄν ἐπέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, νὰ ζητήση τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς Ἀμερικανούς, νὰ σταθμεύσουμε, ὡς μέλη τοῦ ΝΑΤΟ, μερικὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα στὴν Βόρειο Ἤπειρο γιὰ νὰ προστατεύσουμε τὸν ἑλληνωρθόδοξο πληθυσμὸ τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τυχὸν ἐπιπτώσεις εἰς βάρος του συγκροτήσεως τῆς Μεγάλης Ἀλβανίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐζήτησε ἡ Τουρκία νὰ κάμη στὸ Βόρειο Ἰράκ, ἐν ὄψει τῆς ἀμερικανικῆς εἰσβολῆς στὸ Ἰρὰκ τὸν Μάρτιο τοῦ 2003.
Ὅπως καὶ στὸ Κουρδιστάν, οἱ φεουδαρχικὲς φυλὲς τῶν Ἀλβανῶν ἐκινοῦντο στὰ τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος γιὰ τὴν αὐτονόμηση τῶν ἐδαφῶν τους. Ὁ Ἰσμαὴλ Κεμάλ (1884-1918), γόνος πλουσίας οἰκογενείας φεουδαρχῶν τῆς Αὐλῶνος -τὸ ἀντίστοιχο τῶν φυλάρχων Μπαρζανὶ τοῦ Ἰρακινοῦ Κουρδιστάν- εἶχε γίνει βουλευτὴς στὸ ὀθωμανικὸ κοινοβούλιο τῶν Νεοτούρκων τὸ 1908. Στὶς 28 Νοεμβρίου 1912, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πρώτου βαλκανικοῦ πολέμου, ἐκήρυξε τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἀλβανίας στὴν Αὐλώνα (Βλόρα), ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς ἀλβανικῆς προσωρινῆς κυβερνήσεως, ἕως τὸ 1914, ὁπότε καὶ ἐγκατέλειψε τὴν χώρα. Ἀλλὰ στὶς 7 Δεκεμβρίου 1912 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Κ. Δαμιανὸ ἐπέρασε τὰ σύνορα τῆς Ἠπείρου καὶ κατέλαβε τὴν Κορυτσὰ ἐνῷ ὁ στρατηγὸς Σπυρομήλιος κατελάμβανε τὴν Χιμάρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ κατοχὴ ἐπεξετάθη μέχρι τὸ Τεπελένι. Ἡ Ἰταλία ὅμως, ὡς μεγάλη Δύναμις τότε, δὲν ἐπέτρεψε τὴν προσάρτηση τῆς Βορείου Ἠπείρου στὴν Ἑλλάδα. Ὅταν τὸ 1919, στὸ Συνέδριο τῆς Εἰρήνης τῶν Παρισίων, ὁ Βενιζέλος ἀνεπιτυχῶς ἐζήτησε ἀπὸ τὶς μεγάλες Δυνάμεις τὴν προσάρτηση τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὸ ἐπιχείρημά του καθίστατο στὸ ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν “μία πλειονότητα ἀνωτέρου πολιτισμοῦ [οἱ Ἕλληνες] νὰ ὑπαχθοῦν σὲ μία μειονότητα κατωτέρου πολιτισμοῦ [οἱ Ἀλβανοὶ τῶν φεουδαρχικῶν φυλῶν]” (D. Kitsikis, Propagande et pressions en politique internationale, Παρίσι, PUF, 1963, σ. 26).
Ἡ Ἀμερικανικὴ Γερουσία μὲ τὴν ἀπόφαση 762 τῆς 4ης Ἀπριλίου 2003, ἔθεσε ὡς ὅρο παροχῆς βοηθείας ἤ πιστώσεων πρὸς τὴν Τουρκία νὰ μὴν εἰσβάλουν μονομερῶς τουρκικὰ στρατεύματα στὸ Βόρειο Ἰράκ ὅσο διήρκει ὁ ἰρακινὸς πόλεμος. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν ἀπόφαση 1559 τῆς Βουλῆς τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν ΗΠΑ, ἡ Τουρκία ἔπρεπε νὰ ἀποδείξη ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου στὸ Ἰρὰκ συνηργάσθη μὲ τὶς ΗΠΑ. Μόνο οἱ δωσίλογοι ἀμείβονται.
Ὅπως οἱ Ἕλληνες μετὰ τὸ 1821 καὶ ὅπως ὅλα τὰ Βαλκανικὰ κράτη, ἡ Ἀλβανία ἐδραίωσε τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ κρατιδίου της χάριν εὐνοίας τῶν μεγάλων Δυνάμεων. Αὐτὸ προσεπάθησαν καὶ προσπαθοῦν νὰ κάνουν καὶ οἱ Κοῦρδοι. Τὸ παιχνίδι τῆς δωσιλογίας, τοῦ μαχαιρώματος ἀδελφοῦ λαοῦ ποὺ στενάζει καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὸ πέλμα τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ εἶναι ἡ συνήθης τακτική. Ἴσως ἡ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Στάλιν ποὺ ἐνεψύχωσε τὸν λαό του στὸ Στάλινγκραντ, τὸ 1942-1943, καὶ τοῦ Σαντὰμ τὸ 2003 ποὺ δὲν κατώρθωσε νὰ μετατρέψη τὴν Βαγδάτη σὲ Στάλινγκραντ, εἶναι ὅτι ὁ πρῶτος δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πράκτωρ τῶν ἰμπεριαλιστῶν ἐνῷ ὁ Σαντὰμ οἰκοδόμησε τὴν σταδιοδρομία του ὡς προστατευόμενος τῆς CIA, ἤδη ἀπὸ τὸ 1959, ὅπως τὸ εἶχε κάμει καὶ ὁ Νάσερ. Ὁ Μολλὰχ Μουσταφὰ Μπαρζανί ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1943 ἠγωνίζετο στὸ κουρδικὸ ἀντάρτικο στὸ Ἰράκ, κατὰ τοῦ καθεστῶτος τῆς Βαγδάτης, ὅταν τὸ 1975 ἡττημένος, κατέφυγε στὸ Ἰράν, μὲ μαρτυρία τῶν ἰδίων τῶν ΗΠΑ ἀπεκαλύφθη ὅτι ἦτο προστατευόμενος τῆς CIA. Τὸ ἀντάρτικό του ἐσυνεχίσθη ἀπὸ τοὺς υἱούς του Μασοὺντ καὶ Ἰντρίς. Ὅσο γιὰ τοὺς Κούρδους τῆς Τουρκίας, ὁ Ὀσμὰν ‘Öτζαλάν, ἀδελφὸς τοῦ φυλακισμένου ἡγέτου τοῦ PKK, Άμπντουλλὰχ ‘Öτζαλάν, ἐδήλωσε στὶς 8 Ἀπριλίου 2003 ὅτι ὁ πόλεμος στὸ Ἰρὰκ εἶχε δημιουργήσει μία νέα κατάσταση γιὰ τοὺς Κούρδους, οἱ ὁποῖοι προσεπάθουν νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διάσταση ἀπόψεων μεταξὺ Ἀγκύρας καὶ Οὐασιγκτῶνος ποὺ εἶχε προκύψει ἀπὸ τὴν μὴ παραχώρηση ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας ἀδείας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἀμερικανικῶν στρατευμάτων στὴν χώρα. Ὁ Ὀσμὰν ‘Öτζαλὰν προσέθεσε στὸ πρακτορεῖο εἰδήσεων Reuters, ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τοῦ PKK ὅπου εὑρίσκετο, στὸ ὄρος Κεντὶλ τοῦ Βορείου Ἰρὰκ, ὅτι οἱ ΗΠΑ εἶχαν παλαιότερα ὑποστηρίξει τοὺς Κούρδους στὸν ἀγώνα τους γιὰ τὴν αὐτονομία στὰ νοτιοανατολικὰ ἐδάφη τῆς Τουρκίας. Ὁ δωσίλογος, ἀκόμη καὶ ὅταν συνεργάζεται μὲ τὸν ἰμπεριαλιστὴ γιὰ λόγους σκοπιμότητος μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μαχαιρώση ἐκ τῶν ὄπισθεν, σπάνια ἔχει κατόπιν τὸ σθένος νὰ μεταβληθῆ σὲ ἥρωα. Χρῆμα καὶ δωσιλογία καταρρακώνουν τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀγωνιστοῦ. Ἐξ οὗ καὶ τὸ μεγάλο ἐρωτηματικὸ ποὺ πλανᾶται γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ὀσάμα μπὶν Λάντεν.
στ) Ἡ βρεταννικὴ ἀρπαγὴ τοῦ Βορείου Ἰρὰκ τὸ 1926 εἰς βάρος τῆς Τουρκίας
Στὶς 28 Ἰουνίου 1914, ὁ Ὀθωμανὸς πρωθυπουργὸς Σαῒτ Χαλὶμ πασᾶς, ἔστειλε ἐπιστολὲς στὸν Ἄγγλο καὶ τὸν Γερμανὸ πρέσβυ προσφέροντάς τους ἐπισήμως τὸ πετρέλαιο καὶ τὰ ὀρυχεῖα μεταλλευμάτων τῆς Μεσοποταμίας στὴν Turkish Petroleum Company, ἑταιρεία ποὺ εἶχε ἱδρυθῆ τὸ 1912 καὶ ἀπηρτήζετο ἀπὸ τὴν Anglo-Persian τοῦ Sir Charles Greenway (50%), τὴν Royal Dutch-Shell τοῦ Henri Deterding (25%) καὶ ἕνα γερμανικὸ σύμπλεγμα (25%). Ὁ Ὀθωμανὸς Ἀρμένιος Calouste Sarkis Gulbenkian (1869-1955), πρωτοπόρος στὴν ἐξόρυξη ὀθωμανικοῦ πετρελαίου στὴν Μοσσούλη καὶ τὸ Κιρκούκ, εἶχε ἀσχοληθῆ μὲ τὶς ἐπιχειρήσεις πετρελαίου ἀπὸ τὸ 1888 ὅταν, μόλις 19 ἐτῶν, ὁ Κωνσταντινουπολίτης αὐτός, εἶχε ἐπισκεφθῆ τὴν Μοσσούλη καὶ τὸ Μπακοὺ ἐπὶ τῆς Κασπίας, ὅπου ἡ ἐξαγωγὴ πετρελαίου, ποὺ τὴν εἶχαν ξεκινήσει τὸ 1874 τὰ ἀδέλφια τοῦ Σουηδοῦ Alfred Nobel, εὑρίσκετο τότε στὰ χέρια τοῦ Ἀρμενίου Ἀλεξάνδρου Μαντάσοβ (Alexander Mantachoff). Μὴ ἔχοντας τὴν δυνατότητα νὰ ἐκμεταλλευθῆ μόνος του τὰ κοιτάσματα τῆς Μοσσούλης, ὁ Γκϋλμπεκιὰν ἠρκέσθη νὰ λαμβάνη 5% τοῦ συνόλου τῆς ἐπιχειρήσεως, δηλαδὴ 2½% ἀπὸ τὴν Anglo-Persian καὶ 2½% ἀπὸ τὴν Royal Dutch-Shell (διὰ τοῦτο καὶ ἐπωνομάσθη “Κύριος 5%”). Ἡ ἀμερικανικὴ κυβέρνηση διεμαρτυρήθη στὴν ὀθωμανικὴ κυβέρνηση ἐπειδὴ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὴν μοιρασιά. Πράγματι, τὴν ἄνοιξη τοῦ 1908 ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε ὑπογράψει μὲ τὸν ἀπόστρατο Ἀμερικανὸ ἀντιναύαρχο Colby M. Chester, συμφωνία ἡ ὁποία τοῦ παρεχώρει τὶς ἔρευνες γιὰ τὴν ἀνεύρεση πετρελαίου σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ καλοκαίρι ὅμως τοῦ 1908 εἶχε ξεσπάσει ἡ ἐπανάσταση τῶν Νεοτούρκων ποὺ εἶχε ἀκυρώσει τὴν συμφωνία. Τὸ 1914, ἔξω φρενῶν, ὁ ἀντιναύαρχος Τσέστερ ἐπέστρεφε στὴν Ἀμερικὴ μὲ ἄδεια χέρια. Ἕνα μῆνα ἀργότερα κατέρρεε ἡ Εὐρωπαϊκὴ Συναυλία καὶ ξέσπαγε ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος. Ἡ τύχη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας εἶχε κριθῆ. Οἱ μεγάλες Δυνάμεις εἶχαν ἀποφασίσει νὰ τὴν διαμελίσουν. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ οἱ Ἄγγλοι ἐχρησιμοποίησαν τὴν ἐξέγερση τῶν Ἀράβων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὸ ἀραβικὸ Ἰσλάμ ποὺ ἤδη ἤλεγχαν στὴν Αἴγυπτο, τοὺς ὁποίους θὰ καθιστοῦσαν διαχειριστὲς τοῦ ὀθωμανικοῦ πετρελαίου πρός ὄφελος τῶν Βρεταννῶν. Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ στόχου ἐχρησιμοποίησαν, τὸ 1919, ὡς ἐπιθετικὴ λόγχη, τὴν Ἑλλάδα καὶ μετὰ τὴν κατάρρευσή της τὸ 1922, τὸ Ἰσραήλ ποὺ οἱ διάδοχοι τῶν Ἄγγλων, οἱ Ἀμερικανοί, ἐχρησιμοποίησαν, μὲ τὴν σειρά τους, ἀπὸ τὸ 1948 μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Ἐν μέσῳ παγκοσμίου πολέμου ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἀγγλίας, Sir Mark Sykes καὶ ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Γαλλίας, Georges Picot, ὑπέγραψαν συμφωνία διαμελισμοῦ τῆς Ὀθωμανίας. Στὴν Γαλλία παρεχωρῆτο ἡ Μοσσούλη καὶ στὴν Ἀγγλία τὸ Κιρκούκ. Ἀλλὰ τὸ 1919, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἡ Ἀγγλία ποὺ ἀπὸ τὸ 1914 κατεῖχε τὴν πλειοψηφία τῶν μετοχῶν τῆς Τουρκικῆς Ἑταιρείας Πετρελαίου στὴν Μοσσούλη, καὶ δὲν ἤθελε νὰ χάση τὸν ἔλεγχο τῆς περιοχῆς, ἐπίεζε τὴν Γαλλία νὰ τῆς ἐπιτρέψη νὰ προσαρτήση τὴν Μοσσούλη στὰ ἰρακινὰ ἐδάφη ὑπὸ τὸν ἔλεγχό της. Στὶς 21 Μαΐου 1919, στὸ Συνέδριο τῆς Εἰρήνης τῶν Παρισίων, ὁ Γάλλος πρωθυπουργὸς ἔλεγε στὸν Ἄγγλο ὁμόλογό του τὸν Λόϋδ Τζώρτζ : “Παίρνετε ἀπὸ τὴν Γαλλία τὴν Μοσσούλη καὶ τὴν Κιλικία, ἕνα μέρος τῆς Συρίας γιὰ τὴν διέλευση ἑνὸς σιδηροδρόμου, καὶ τὴν ἀποκλείετε ἀπὸ τὴν Ἀνατολία ἀφοῦ προηγουμένως τῆς τὴν εἴχατε σχεδὸν ὑποσχεθῆ. Μοῦ φαίνετε πὼς κάπως τὸ παραξηλώσατε” (Δ.Κιτσίκης, Συγκριτικὴ Ἱστορία Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, Ἑστία, 1998, σ. 222).
Ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάννης τοῦ 1923 δὲν καθώρισε τὰ τουρκικὰ σύνορα πρὸς νότον μὲ τὸ Ἰράκ, καὶ ἄφησε τὴν διευθέτηση αὐτὴ νὰ γίνη μεταξὺ Τουρκίας καὶ Μεγάλης Βρεταννίας, ὡς ἐντολοδόχου τοῦ Ἰράκ. Οἱ διμερεῖς αὐτὲς διαπραγματεύσεις ἔφθασαν τὸ 1925 σὲ ἐκρηκτικὸ σημεῖο διότι ὁ Κεμὰλ ἦτο πεπεισμένος ὅτι οἱ Ἄγγλοι ὠθοῦσαν τοὺς Κούρδους νὰ ξεσηκωθοῦν κατὰ τῆς Ἀγκύρας καὶ νὰ διεκδικήσουν ἕνα ἀνεξάρτητο Κουρδιστάν. Οἱ Τοῦρκοι ἠτοιμάζοντο νὰ κηρύξουν πόλεμο κατὰ τῶν Ἄγγλων ἀλλὰ τελικῶς ὑπέκυψαν διότι ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1925 ἔδωσε τὴν Μοσσούλη στὸ Ἰράκ καὶ ἔτσι, στὶς 5 Ἰουνίου 1926, ἡ ἀγγλοτουρκικὴ συνθήκη τῆς Ἀγκύρας, τὴν ὁποία συνυπέγραψε καὶ τὸ Ἰράκ, ἐπεκύρωσε τὴν ἀπόφαση αὐτή. Οἱ ΗΠΑ ἀρχικῶς ὑπεστήριζαν τὶς τουρκικὲς θέσεις ἀλλὰ κατόπιν παραδόσεως στὰ ἀμερικανικὰ συμφέροντα τοῦ ἑνὸς τετάρτου σχεδὸν τοῦ πετρελαίου τῆς Μοσσούλης, ἀπέσυραν τὴν ὑποστήριξη αὐτή. Ἄν καὶ ἡ συνθήκη παρεχώρη στὴν Τουρκία τὸ 10% γιὰ 25 χρόνια ὅλων τῶν ποσοστῶν ποὺ οἱ πετρελαϊκὲς ἑταιρεῖες θὰ ἐπλήρωναν στὸ Ἰράκ, ἡ Τουρκία προτίμησε νὰ λάβη ἕνα ἐφάπαξ 500.000 ἀγγλικῶν λιρῶν. Ἀλλὰ ἡ Τουρκία ἐσυνέχισε μέχρι τῶν ἡμερῶν μας νὰ θεωρῆ ὅτι εἶχε δικαιώματα ἐπὶ τοῦ
Τουρκαλβανοὶ μουσουλμᾶνοι καὶ Ρωμηοὶ Ἀλβανοί-Ἀρβανῖτες, διαιροῦσαν τὴν Ἀλβανία πάνω σὲ θρησκευτικὲς βάσεις. Ὁμοίως Κοῦρδοι μουσουλμᾶνοι καὶ Ἀρμένιοι χριστιανοί, διαιροῦσαν τὰ βουνὰ τῆς Ἀρμενίας-Κουρδιστάν,πάνω σὲ θρησκευτι- κές βάσεις. Οἱ δύο αὐτὲς πληθυσμιακὲς ὁμάδες κατεῖχαν τὸ ἴδιο ἔδαφος. Οἱ Κοῦρδοι κατοικοῦσαν στὶς βουνοκορφές, ἐνῷ οἱ Ἀρμένιοι ἦσαν συγκεντρωμένοι κάτω στὶς κοιλάδες. Γι’αὐτὸ καὶ στὴν διάρκεια τῶν ἀρμενοκουρδικῶν συγκρούσεων, οἱ Κοῦρδοι εἶχαν μία στρατηγικὴ ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν Ἀρμενίων. Ἐνῷ οἱ Ἀρμένιοι διεσκορπίζοντο στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα γιὰ νὰ σχηματίσουν μία ἐμπορικὴ ἀστικὴ τάξη σὰν τοὺς Ἀρβανῖτες, οἱ Κοῦρδοι ὅπως καὶ οἱ Τουρκαλβανοί, πιὸ καθυστερημένοι, παρέμενον ἀπομονωμένοι στὰ δύσβατα βουνὰ τοῦ τόπου τους.
Βορείου Ἰράκ στὸ ὁποῖο διέμενον ἐπιπροσθέτως καὶ σημαντικὸς ἀριθμὸς Τουρκομάνων, τουρκικῆς γλώσσας. Διότι ἐὰν οἱ Κοῦρδοι εἶχαν πάντα συγγενικὲς σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἰρανούς, δὲν εἶχαν ούδεμίαν σχέση μὲ τοὺς Ἄραβες.
Οἱ Τουρκομᾶνοι τοῦ Βορείου Ἰρὰκ, ἐν ὄψει τῆς ἀμερικανικῆς εἰσβολῆς τοῦ Μαρτίου 2003, ὠργανώθηκαν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὴν αὐτονόμηση τῆς περιοχῆς πρὸς ὄφελος τῶν Κούρδων. Οἱ Κουρδικὲς πηγὲς ἰσχυρίζοντο στὰ τέλη τοῦ 2002, ὅτι “ὁ ἀριθμὸς τῶν Τουρκομάνων ποὺ ἔχουν ἐξοπλισθῆ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ στρατὸ ηὐξήθη στοὺς 4.000… κατὰ τὴν στρατιωτική τους ἐκγύμναση φωνάζουν συνθήματα ὅπως : Κάτω οἱ Κοῦρδοι, ζήτω οἱ Τοῦρκοι… Τὸ τουρκικὸ κράτος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῶν Τουρκομάνων στὴν περιοχὴ εἶναι τρία ἑκατομμύρια ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπερβαίνει τὶς 50.000. Ὁ Τοῦρκος ὑπουργὸς Ahat Andican συνηντήθη τὴν περασμένη ἑβδομάδα μὲ τουρκομανικὲς ὁμάδες στὴν Ἄγκυρα γιὰ νὰ καθορίσουν τὸ σχέδιο ποὺ τοὺς ἀφορᾶ”. Ὁ δὲ Ahmet Muratli, ἀντιπρόσωπος τοῦ Ἰρακινοῦ Τουρκομανικοῦ Μετώπου (ITC) ἐδήλωνε στὸ Γαλλικὸ Πρακτορεῖο Εἰδήσεων στὶς 11 Ἀπριλίου 2003, ὅτι Τουρκομάνοι καὶ Κοῦρδοι στὸ παρελθὸν εὐρέθησαν σὲ σκληρὴ ἀντιπαράθεση διότι καὶ οἱ δύο πληθυσμοὶ διεκδικοῦν τὶς πετρελαϊκὲς πόλεις τοῦ Κιρκοὺκ καὶ τῆς Μοσσούλης, ἰσχυριζόμενοι ὁ καθεὶς ἐξ αὐτῶν ὅτι ὑπῆρξε πλειοψηφία πρὸ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀραβοποιήσεως ποὺ ἐπεχειρήθη ἀπὸ τὸ καθεστὼς τοῦ Σαντὰμ Χουσσεΐν. Πάντως μία στατιστικὴ πρὸ εἰκοσιπενταετίας ἀνεβίβαζε τοὺς Τουρκομάνους τοῦ ἰρακινοῦ Κουρδιστὰν σὲ 130.000 ἄτομα, ἐνῷ σήμερα ὑπολογίζονται στοὺς 300.000.
ζ) Τὸ ἀνεξάρτητο πνεῦμα τῆς Τουρκίας καὶ ὁ προσεχὴς διαμελισμός της
Στὸν ἐθνικὸ πόλεμο ἐπιβιώσεως τοῦ 1919-1922 ὁ Κεμὰλ εἶχε διδάξει στὸν λαό του νὰ ἐπαναλαμβάνη τὴν φράση, Ne mutlu Türk’üm diyene (“Εἶναι τυχερὸς αὐτὸς ποὺ ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του Τοῦρκο”). Καὶ ὄντως ὑπῆρξε ἡ μόνη ἡττημένη χώρα τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου ποὺ ὑπεχρέωσε τὶς μεγάλες Δυνάμεις νὰ ἀκυρώσουν τὴν Συνθήκη “Εἰρήνης” ποὺ τῆς εἶχαν ἐπιβάλει (τῶν Σεβρῶν τοῦ 1920) μὲ μία νέα Συνθήκη (Λωζάννης, 1923), πρὸς ὄφελός της. Αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ γεγονὸς νίκης Δαυΐδ κατὰ Γολιάθ, ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος τοῦ Σεπτεμβρίου 490 π.Χ., κάθε φορὰ ποὺ ἕνας λαὸς ἀρνεῖται νὰ ὑποκύψη στὴν ὑλικὴ δύναμη, κάθε φορὰ ποὺ ἀρνεῖται νὰ διοικηθῆ ἀπὸ ἕνα πρωθυπουργὸ λογιστή, ὁ ὁποῖος μέσῳ τοῦ συμπαθοῦς ὑφυπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Γιαννίτση, ἐδήλωνε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2003, ὅτι πρέπει νὰ εἴμεθα ρεαλιστὲς καὶ νὰ μὴ παριστάνουμε τοὺς Δὸν Κιχότηδες. Διότι καὶ ὅταν ἕνας λαὸς ἡττᾶται ὅπως στὶς Θερμοπύλες τὸ 481 π.Χ., στὴν πραγματικότητα νικᾶ ὅταν δὲν ἐνδίδει στὴν πνευματικὴ μάχη καὶ παραμένει νικητὴς στὴν Ἱστορία. Σήμερα ὅμως, ὡς ἀπέραντο διαφθορεῖο, ἡ Τουρκία δὲν εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἀντισταθῆ στὴν ὑπερδύναμη καὶ θὰ διαμελισθῆ, ὅπως αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία τὸ 1918 (καὶ ὅπως τὸ ἐπαναλαμβάνω μονότονα ἀπὸ τὸ 1990). Ἡ δὲ μετριοπαθὴς κυβέρνηση τῶν Ἰσλαμιστῶν δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀποτρέψη μία νέα Συνθήκη Σεβρῶν. Ἐτόλμησε ἕνα διεφθαρμένο καθεστὼς νὰ ἐπιμείνη στὸ ὄχι του ἔναντι τῆς Ἀμερικῆς καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πληρώση ἀκριβά.
Ἀντιθέτως, τὸ ἐξ ἴσου διεφθαρμένο καθεστὼς τῶν Ἀθηνῶν ἔχει ἔνα σημαντικὸ ἀτού : Ὡς ἐπιτυχημένο μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως δύναται σήμερα νὰ παίξη τὸν ρόλο ποὺ μέχρι πρόσφατα ἔπαιζε ἡ Τουρκία : αὐτὸ τοῦ τοποτηρητοῦ τῶν Ἀμερικανῶν στὸ ἀνατολικὸ σύνορο τῆς ΕΕ, ἀντίστοιχο μὲ αὐτὸ ποὺ παίζει ἡ Ἀγγλία στὸ δυτικὸ σύνορο. Βεβαίως ὁ Σημίτης εἶναι ὀπαδὸς τοῦ γαλλογερμανικοῦ ἄξονος, τοῦ Δ΄ Ράϊχ, καὶ ὄχι τῶν Ἀγγλοσαξώνων. Ἀλλὰ δύναται νὰ ἀντικατα- σταθῆ μὲ τὸν Γεώργιο Παπανδρέου ἤ μὲ κάποιον ἄλλο τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ ἱπποστασίου, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ. Ἡ Τουρκία, ὡς ἔχει, δὲν δύναται νὰ γίνη μέλος τῆς ΕΕ ἔστω καὶ ἄν “δημοκρατικοποιηθῆ” διότι ἡ Γαλλία καὶ ἡ Γερμανία εἶναι ἀπολύτως ἀντίθετες στὴν εἴσοδο μιᾶς μεγάλης “ἰσλαμικῆς” χώρας. Συνεπῶς, ὁ μόνος τρόπος εἶναι ἡ συγκρότηση ἑλληνοτουρκικῆς συνομοσπονδίας μὲ πρωτεύουσα τὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία τὸ ἰσλαμικὸ στοιχεῖο θὰ ἐλεγχθῆ καὶ θὰ ἀποδυναμωθῆ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο : 1- Τὸ τουρκικὸ Κουρδιστὰν θὰ ἀποκοπῆ καὶ θὰ ἑνωθῆ μὲ ἕνα ἰρακινὸ αὐτόνομο Κουρδιστάν. 2-Οἱ ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τῆς Τουρκίας, ὅσες δὲν συμπεριληφθοῦν στὸ κουρδικὸ κράτος, ἐνδέχεται, μέρος των, νὰ ἐνσωματωθοῦν σὲ κράτος Λαζῶν τῆς Γεωργίας καὶ στὸ κράτος τῆς Ἀρμενίας, γιὰ τὸν καλύτερο ἀμερικανικὸ πετρελαϊκὸ ἔλεγχο τοῦ Καυκάσου. 3 – Ἡ Δυτικὴ Τουρκία θὰ περάση ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν 25 ἑκατομμυρίων Ἀλεβήδων, οἱ ὁποῖοι ἀπεχθάνονται τοὺς μουσουλμάνους. Αὐτὴ ἡ Τουρκία τῶν Ἀλεβήδων θὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν Ἑλλάδα σὲ μία ὀρθοδοξο-αλεβιδικὴ συνομοσπονδία (πιθανῶς μοναρχική), ἡ ὁποία θὰ ἐνσωματωθῆ ὁλόκληρη στὴν ΕΕ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ συμβῆ μὲ τὴν μέλλουσα κυπριακὴ ἑλληνοτουρκικὴ συνομοσπονδία.
Ἔτσι τὸ ὅραμά μου ἑλληνοτουρκισμοῦ καὶ συνομοσποδοποιήσεως τῶν δύο ἀδελφῶν λαῶν ποὺ εἶχα ἐκθέσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1966, θὰ πραγματοποιηθῆ. Βεβαίως, μὲ τὸν πλάγιο αὐτὸ τρόπο, ἡ εἴσοδος τῆς Τουρκίας θὰ ἀποδυναμώση τὴν συνοχὴ τῆς ΕΕ, κάτι ποὺ δὲν εἶναι μόνον πρὸς τῶν συμφέρον τῶν ΗΠΑ, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἐπωφελούμενο ἀπὸ τὴν ΕΕ, τὸ ἑλληνοτουρκικὸ σύνολο θὰ ἐξελιχθῆ σὲ σημαντικὴ δύναμη στὶς δύο πλευρὲς τῶν Στενῶν καὶ τοῦ Αἰγαίου ἀποτρέποντας, πρὸς τὸ παρόν, τὴν κάθοδο τοῦ ἄξονος Μόσχας-Βερολίνου, μὲ μία σύγχρονη μορφὴ Βυζαντινωθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μοναρχικῆς ὑφῆς.
η) Τὸ πετρέλαιο τῆς Μοσσούλης διαμελίζει γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Τουρκία
Πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια, τὸ βιβλίο τοῦ Pierre Péau, Pétrole : La troisième guerre mondiale (Paris, Calmann-Lévy, 1974) ἀπεδείχθη προφητικό. Σὲ ἕναν πρόλογό του ὁ Jean-Pierre Vigier, maître de recherche στὸ Ἐθνικὸ Κέντρο Ἐπιστημονικῆς Ἐρεύνης (CNRS) τῆς Γαλλίας, καὶ πρώην μέλος τοῦ γαλλικοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκδιωχθῆ ἀπὸ τὸ ΚΚΓ τὸ 1968 ὡς γκεβαρικός, παρετήρει : “Ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος μόλις ξεκίνησε. Γιὰ τὶς ΗΠΑ, ὁ στόχος εἶναι νὰ γονατίση τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἰαπωνία, ἀποστραγγίζοντας τὶς φθηνὲς πηγὲς ἐνεργείας καὶ πρώτων ὑλῶν τὶς ὁποῖες αὐτὲς ἐπρομηθεύοντο ἐλευθέρως μέχρι τώρα”. Καὶ ὁ συγγραφεύς, ὁ Pierre Péau, ἐγραφε : “Τὸ πετρέλαιο εἶναι ὑπόθεση τῆς Ἀμερικῆς. Ἡ πρώτη ἀνάβλυση πετρελαίου ἔλαβε χώρα τὸ 1859 στὴν Πεννσυλβανία καὶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ἡ Ἀμερικὴ ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἐξαγωγεὺς καὶ ὁ μεγαλύτερος παραγωγὸς τοῦ κόσμου “. Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1927, ἀρχίζει νὰ ἀνησυχῆ μήπως καὶ οἱ ἐγχώριες πηγὲς της ἐξαντληθοῦν. Διὰ τοῦτο καὶ προληπτικά, ξεχύνεται στὴν Μέση Ἀνατολή ὅπου οἱ εὐρωπαϊκὲς χῶρες ἔχουν ἤδη κάμει τὴν μοιρασιά . Πάντως, “μέχρι τὸ τέλος τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ἡ Μέση Ἀνατολὴ θεωρεῖται ἁπλῶς μία συμπληρωματικὴ ζώνη τοῦ Τέξας”. Ἀλλὰ τὸ 1948, γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ΗΠΑ εἰσάγουν πετρέλαιο. Κι ἔτσι τὸ 1952, ὁ Στάλιν προβλέπει ὅτι πόλεμος μεταξὺ τῶν δύο ἰδεολογικῶν στρατοπέδων, παρὰ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψυχροῦ πολέμου, δὲν θὰ ἐκραγῆ. Ἀντιθέτως ὑπῆρχαν μεγάλες πιθανότητες ἡ πολεμικὴ σύρραξη νὰ γίνη μεταξὺ τῶν καπιταλιστικῶν κρατῶν μὲ ἀντικρουόμενα οἰκονομικὰ συμφέροντα (βλ. Ἐνδιάμεση Περιοχή, τ. 12, θέρος 1999 : “Ὁ Στάλιν, προφήτης τοῦ ΚΑ’ αἰῶνος”). Καὶ ἔτσι, μὲ βάση τὸ πετρέλαιο, οἱ ΗΠΑ ἀνεδείχθησαν ἡ πλανητικὴ δύναμη, χάνοντας κάθε μέτρο, ποὺ στὴν ἀλαζονεία της θεωρεῖ πλέον πὼς δὲν χρειάζεται κανέναν ἐνδιάμεσο στὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πλανήτου. Ἀλλοίμονο στὴν Τουρκία σήμερα καὶ στὸ Ἰσραὴλ αὔριο, ἄν τολμήση νὰ δυσκολεύσῃ τὴν ἀπόλυτη καὶ ἄμεση κυριαρχία της : θὰ καταστραφῇ.
Ἡ μεγάλη τουρκικὴ ἐφημερίδα Σαμπὰχ ἔγραφε στὶς 27 Δεκεμβρίου 2002, πὼς ἡ Τουρκία ἀπαιτοῦσε (!) ἐτησίως, 10 % τοῦ ἰρακινοῦ πετρελαίου μετὰ τὸ τέλος τῆς εἰσβολῆς, ἐπανερχόμενη στὴν ἀγγλοτουρκικὴ συμφωνία τοῦ 1926 ἐπὶ τῆς Μοσσούλης, τὴν ὁποία ὅμως ἡ Τουρκία εἶχε συμφωνήσει νὰ ἀντικαταστήση μὲ ἕνα ἐφάπαξ 500.000 ἀγγλικῶν λιρῶν. Ὅταν τὸ 1995 ἡ Τουρκία εἶχε εἰσβάλει στὸ Βόρειο Ἰρὰκ μὲ 35.000 στρατὸ γιὰ νὰ κυνηγήση τοὺς ἀντάρτες τοῦ PKK, ὁ Τοῦρκος πρόεδρος Ντεμιρὲλ εἶχε δηλώσει στὸν τύπο: “Τὰ σύνορα εἶναι στραβά. Ἡ ἐπαρχία τῆς Μοσσούλης ἦτο ἐνσωματωμένη στὰ ἐδάφη τῆς