Οἱ διανοούμενοι ὅλου τοῦ πλανήτου, τώρα καὶ χιλιάδες χρόνια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἔχουν ἀποδείξει, πέραν κάθε ἀμφισβητήσεως, ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἀξεπέραστος. Ἀκόμα καὶ οἱ διανοούμενοι ποὺ μισοῦν τὸν ἑλληνισμὸ τὸ κάνουν ἐπειδὴ ἔχουν ἐνώπιόν τους τὸ τέλειο ἀθάνατο συμπαντικὸ πρότυπο καὶ διαπιστώνουν πὼς αὐτοὶ ποὺ ἀποκαλοῦνται Ἕλληνες, στὸ ἀθηναϊκὸ κρατίδιο (ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶνα πυγμαῖοι γραικύλοι) δὲν εἶναι στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτύπου, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ μεσογειακοῦ μαφιόζου (στενόμυαλος, ἡμιαμόρφωτος, νταῆς, πονηρός, φιλοχρήματος, κλέφτης, ψεύτης, φαφλατᾶς, ἀνειλικρινής, μοχθηρός, φθονερός).
Ἐδῶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ παράδειγμα πολλῶν γραικύλων ὀρθοδόξων κληρικῶν τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας.
Κατ’ἀρχάς, ὁ κληρικὸς ποῦ ζῇ μέσα στὸν κόσμο (σὲ ἀντίθεση ἐνίοτε μὲ τὸν μοναχὸ ποὺ ζῇ στὸ μοναστῆρι μέσα στὸν οὐρανό) εἶναι ἁπλῶς διαχειριστὴς ἐκκλησιῶν, ἀπαραιτήτων μὲν γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν πιστῶν, ἀλλὰ ὅπως καὶ ὁ ὑπάλληλος, δὲν ἀντιπροσωπεύει τὸ λειτούργημα. Ὄχι μόνον δὲν εἶναι τέλειος, ἀλλὰ συχνὰ εἶναι γραικύλος. Ὁ πιστὸς τὸ παραβλέπει διότι τὸν χρειάζεται, ὅπως χρειάζεται τὸν κλέφτη ταξιτζῆ, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὸν προορισμό του. Ὁ κληρικὸς, εἴτε εἶναι νεοημερολογίτης, δογματικὰ αἱρετικὸς ἤ παλαιοημερολογίτης, δύναται νὰ εἶναι ἐνίοτε καὶ γραικύλος.
Παίρνω ὡς παράδειγμα, ἕνα πόνημα, τοῦ ἀρχιμανδρίτου νεοημερολογίτου Βαρνάβα Λαμπροπούλου, μὲ τίτλο «Ὑπάρχει ζωὴ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο;», Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοῦ, Πρέβεζα, 2017, 94 σελίδων.
Κατ’ἀρχάς, οἱ χαρακτηρισμοί του δὲν εἶναι ἑλληνικοί. Γράφει γιὰ τοὺς ἀντιφρονοῦντες ὅτι εἶναι «χρυσοτυλιγμένα περιττώματα». Στὶς σελίδες 12-14 ἀσχολεῖται μὲ τὸν γάλλο φιλόσοφο τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, Ῥουσσώ, γράφοντας τεράστιες ἀνακρίβειες, ἐκ τοῦ πονηροῦ δέ, ἐφ’ὅσον, βασίζεται στὸ σωστὰ μεταφρασμένο στὰ ἑλληνικὰ βιβλίο τοῦ Ῥουσσώ, «Ἐξομολογήσεις», ἐκδόσεις Ἰδεόγραμμα, Ἀθήνα, 1997.
Χαρακτηρίζει τὸν ἀπόλυτο πολέμιο τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, Ῥουσσώ, ὡς «στῦλο τοῦ Διαφωτισμοῦ», ἐπειδὴ ἁπλῶς ὁ Ῥουσσὼ ἔζησε στὸν ΙΗ΄αίῶνα, ἄν καὶ ἀντετάχθη συστηματικὰ κατὰ τῶν ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ συγκεκριμένα κατὰ τοῦ συμβόλου τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, τοῦ Βολταίρου.
Δεύτερον, δημοσιεύει σωστὰ τὴν παρακάτω περικοπὴ τοῦ προαναφερθέντος βιβλίου τοῦ Ῥουσσώ ποὺ λέγει: «Ἄν ὑπάρχῃ ἕνα περιστατικὸ στὴν ζωή μου ποὺ νὰ δείχνῃ καθαρὰ τὸν χαρακτῆρα μου, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς διηγηθῶ. Βρεῖτε τὸ θάρρος νὰ διαβάσετε τὶς δύο-τρεῖς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν».
Μετὰ ὅμως παραμορφώνει τελείως τὰ ὅσα διηγεῖται ὁ Ῥουσσώ ποὺ εἶναι ἐν συντομίᾳ τὰ παρακάτω: Ὑπηρετοῦσα ὡς γραμματεὺς στὴν γαλλικὴ πρεσβεία τῆς Βενετίας καὶ ἔκανα παρέα μὲ συναδέλφους ἄλλων πρεσβειῶν, ὅπως τῆς πρεσβείας τῆς Ἱσπανίας. Οἱ συνάδελφοι αὐτοὶ ἐσύχναζαν σὲ οἴκους ἀνοχῆς καὶ μὲ ἐπίεζαν ἀφόρητα νὰ τοὺς συνοδεύω, κάτι ποὺ δὲν ἤθελα. (Ὁ Ῥουσσώ, ἀπὸ τῆν Γενεύη, καλβινιστικῆς προελεύσεως, ἦταν ἄκρως ἠθικολόγος, καὶ στὶς ἐξομολογήσεις του, ἐκθέτει ἀνοικτὰ τὶς ἁμαρτίες του, καταδικάζοντάς τις, ποὺ ἦσαν ὁ αὐνανισμὸς καὶ ἡ ἡδονοβλεψία, κάτι ποὺ σήμερα ἔχει ἐξαπλωθῆ μὲ τὶς τσόντες).
Συνεχίζει: Μὲ μία πολὺ ὄμορφη πόρνη ποὺ μοῦ ἔρριξαν οἱ συνάδελφοι στὰ σκέλια μου, μόλις ἐγδύθη εἶδα ὅ,τι τῆς ἔλλειπε ἕνα στῆθος καὶ τὸ ἔσκασα πρὶν τὴν ἀγγίξω καὶ αὐτὴ μοῦ ἀπήντησε ἰταλιστί: «Γιάννη, παράτησε τὶς γυναῖκες καὶ ἀσχολήσου μὲ τὰ μαθηματικά!»
Μία ἄλλη φορὰ οἱ συνάδελφοι, προσθέτει ὁ Ῥουσσώ, μὲ ἐπῆγαν σὲ μπορδέλο, ὅπου μία πόρνη ἐξέθετε τὸ κοριτσάκι της ἔντεκα ἐτῶν. Συγκλονισμένος, ἐπληρώσαμε τὸ τίμημα ποὺ ζητοῦσε ἡ μαμὰ γιὰ νὰ ἐκδώσῃ τὴν κόρη της, ἀλλά, μὲ τὴν προτροπή μου δὲν τὴν ἀγγίξαμε, τὴν προστατεύσαμε.
Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἐξιδανίκευση τῆς γυναικὸς σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Ῥουσσώ, καὶ εἰδικὰ στὸ μυθιστόρημά του, La Nouvelle Héloïse, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, στὴν διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789, οἱ γυναῖκες νὰ διαβάζουν γονατιστὲς τὰ ἔργα του, μὲ δάκρυα, ἀποκαλῶντας τον ἅγιο Ζάν-Ζάκ. Ὁ Βίκτωρ Οὐγκό, στὸ μυθιστόρημα «Οἱ Ἄθλιοι», ἐνεπνεύσθη ἀπὸ τὸ περιστατικὸ τῆς διασώσεως τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ ἀπὸ τὴν διαφθορὰ καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, μὲ τὸν Γιάννη Ἀγιάννη-Ῥουσσώ νὰ διηγεῖται στὸ πλαίσιο τῆς υἱοθετημένης κόρης του, τὴν Cosette.
Καὶ τί γράφει ὁ πατὴρ Βαρνάβας, στὴν σελίδα 12 τοῦ βιβλίου του, σχετικὰ μὲ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τῶν «Ἐξομολογήσεων»; Ἰδού: «Ὁ ἴδιος ὁ Ῥουσσὼ ὁμολογεῖ ξεδιάντροπα στὶς Ἐξομολογήσεις του (τὶς ὁποῖες, σημειωτέον, δημοσίευσε ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη) ὅτι, ὅταν ἦταν στὴν Βενετία, ἀποφάσισε μὲ ἕνα φίλο του, ἔχοντας βαρεθῆ νὰ πηγαίνουν συνέχεια σὲ οἴκους ἀνοχῆς, νὰ ἀγοράσουν –ναί νὰ ἀγοράσουν! – ἀπὸ μία ἐξαθλιωμένη οἰκογένεια ἕνα κοριτσάκι ἔντεκα (ναί! ἔντεκα!) ἐτῶν, ὥστε νὰ τὸ ἐκμεταλλευτοῦν ἐν καιρῷ μὲ τὸν πιὸ κτηνώδη τρόπο!».
Ὁ Βίκτωρ Οὐγκό, ἐνώπιον τῆς ἐξαθλιώσεως πολλῶν κληρικῶν ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἀνεφώνησε: «Εἶμαι ὑπὲρ τῆς θρησκείας, κατὰ τῶν θρησκειῶν!».
Καὶ σᾶς ἐρωτῶ: Μὲ ποῖο κουράγιο ἕνας πιστὸς ὀρθόδοξος χριστιανὸς δύναται νὰ ἐξομολογηθῇ σὲ ἕναν πατέρα Βαρνάβα; Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ ὑποχρέωση τῆς ἐξομολογήσεως ἔχει ἀτονίσει.
Παρὰ ταῦτα, χρειαζόμεθα τοὺς παπάδες γιὰ νὰ συντηροῦν τὶς ἐκκλησίες καὶ ὅπως λένε πολλοὶ πιστοί, ἀκούγοντας κάθε Κυριακὴ τὸν παπὰ νὰ ζητῇ φράγκα. «Δῶσε τους καὶ πάλι δῶσε τους χρήματα, διότι αὐτὸ θέλουν, καὶ χρειαζόμεθα ταξιτζῆ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὸν Παράδεισο!»
Ὁ ἀντικληρικαλισμὸς εἶναι τὸ ἀναπόφευκτο φαινόμενο τῆς ἐξαθλιώσεως τῶν κληρικῶν, ἤδη ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα.