Στὶς 5 Νοεμβρίου π.ἡ. 1846, ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Ἄνθιμος (Ἰωαννίδης) ΣΤ’ ποὺ ἀπὸ τὸ 1845 ἕως τὸ 1873 ἀνέβηκε τρεῖς φορὲς στὸν θρόνο τοῦ Φαναρίου, ἔστειλε μία προτρεπτικὴ ἐπιστολὴ στοὺς Ἕλληνες ὀρθοδόξους τῆς Βιέννης ποὺ κατεδίκαζε τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν ἑλληνωρθόδοξη ἐκκλησία τους τῆς δυτικῆς πολυφωνικῆς τετραφώνου μουσικῆς.
Τὸ ἐπίσημο πατριαρχικὸ δεκασέλιδο κείμενο ἔφερε τὸν ἑξῆς τίτλο: «Ἐγκύκλιος πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐπιστολὴ καταργοῦσα καὶ ἀπαγορεύουσας τὴν καινοτόμον εἴσαξιν καὶ χρῆσιν τῆς καινοφανοῦς τετραφώνου μουσικῆς ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τῶν ἀπανταχοῦ ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Ὑπεστήριζε ὅτι ἡ βυζαντινὴ μονοφωνικὴ ψαλμωδία ἦταν κληρονομιὰ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἡ εἴσοδος κοσμικῆς μουσικῆς καὶ εἰδικὰ τετραφωνικῆς στὴν ὀρθόδοξη λατρεία παρεβίαζε τοὺς κανόνες ποὺ κατεδίκαζαν τοὺς νεωτερισμούς καὶ ἠλλοίωνε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Πράγματι, ἡ τετραφωνία ποὺ εἶχε εἰσαχθῆ ἀπὸ τὴν Δύση στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Ῥώσους, ἐπεκτάθη καὶ σὲ μερικὲς ἑλληνικὲς ἐκκλησίες στὸν ΙΘ΄αἰῶνα. Οἱ πρῶτοι ποὺ ὑπέκυψαν σὲ αὐτὸν τὸ δυτικισμὸ ὑπῆρξαν οἱ Ἕλληνες τῆς Βιέννης ποὺ τὸ 1844 ἐπισήμως κατήργησαν τὴν βυζαντινὴ παραδοσιακὴ ψαλμωδία καὶ τὴν ἀντεκατέστησαν μὲ τὴν δυτική. Κατόπιν αὐτοῦ ἡ δυτικὴ μουσικὴ ἐπεκτάθη καὶ στὶς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Βουδαπέστης, τοῦ Μπάντεν, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἀπεδείκνυε ὅτι ὅσο ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀντεστέκετο στὸν δυτικὸ ἀποικισμό, παρέμενε καὶ ἀσπίδα κατὰ τῆς ἁλώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸν δυτικισμό.
Ἔκτοτε ἡ βυζαντινὴ ψαλμωδία ἐβλήθη κατὰ κράτος ἀπὸ πλῆθος δυτικισμούς, ἀπὸ αἱρέσεις ὅπως αὐτὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου τοῦ 1923, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ὀρθόδοξος λαὸς νὰ ἀπομακρυνθῇ σταδιακὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του ὅπως αὐτὸ διαπιστώνεται στὴν Ὀρθόδοξη Μητρόπολη Τορόντου καὶ εἰδικὰ στὴν ἐκκλησία μας τῆς Ὀττάβας ὅπου τὸ θεῖο μυστήριο ἔχει ἐξατμισθῆ. Διότι ἡ νεολαἰα τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν γιὰ νὰ παραμείνῃ στὴν Ὀρθοδοξία διψᾶ γιὰ θεῖο μυστήριο, πέραν τῆς ἀπαραμίλλου ἑλληνικῆς πολυτονικῆς γλώσσας ποὺ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία κάνει στὴν πράξη ὅ,τι ἠμπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσῃ, παρὰ τὶς ὑποκριτικὲς δηλώσεις της περὶ τοῦ ἀντιθέτου. Τὸ κατηχητικὸ γίνεται στὰ ἀγγλικὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς λειτουργίας, ὅπως καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ ἱερέως γίνεται στὰ ἀγγλικά, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται στὰ παιδιὰ μόνον στὰ ἀγγλικά.
Κατόπιν αὐτοῦ δὲν ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Πεντηκοστιανὴ Ἐκκλησία ἐξαπλοῦται σὲ ὅλην τὴν Βόρειο καὶ Νότιο Ἀμερικὴ μὲ τὴν μεγάλη ἔμφαση ποὺ δίδει στὰ ὀρθοδόξου προελεύσεως χαρίσματα τῆς προφητείας καὶ τῆς γλώσσας τῶν ἀγγέλων, τῆς γλωσσολαλιᾶς. Οἱ πιστοὶ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ εὑρεθοῦν μεταξὺ τῶν ἀγγέλων, ὑπὸ τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ σὲ καμμία νεοημερολογίτικη ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς δὲν αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καὶ ὅμως στὸν ΙΔ΄αἰῶνα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Κουκουζέλης, πρωτοψάλτης καὶ μουσικοσυνθέτης στὴν Κωνσταντινούπολη ἐμελοποίησε τὰ περίφημα βυζαντινὰ κρατήματα, δηλαδὴ τὴν γλωσσολαλιὰ τῶν ἀγγέλων «τεριρέμ, ἀνενά, τοτοτό», τέλειος ψαλμὸς τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ ἄσημες συλλαβές, ὅπως τε ρι ρεμ, τε νε να…
Τὰ κρατήματα εἶναι πολύ παλιά παράδοση ἡ ὁποία ἁπλῶς κορυφώνεται τὴν εποχή τῆς καλοφωνίας στὸν ΙΔ΄αἰῶνα καὶ τότε εἶναι ποὺ μελοποιοῦνται συστηματικά ἀπό μεγάλους μαΐστορες ὅπως ὁ Κουκουζέλης. Πράγματι, στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ λατρευτική παράδοση ἀξιοποιεῖται τόσο ὁ λόγος ἐκφράζοντας τὸ ῥητό, μὲ τὸν ὑμνογραφικὸ λόγο, ὅσο καὶ τὸ ἄρρητο, μὲ τὰ μελισματικὰ τεριρέμ. Σὲ αὐτὰ ἡ παρουσία τοῦ λόγου μειώνεται καὶ τὴν θέση του παίρνουν μελισματικὲς ἄσημες θέσεις. Σὲ σημαντικώτατα σημεῖα τῆς Θείας Λειτουργίας ὅπως τὸ Χερουβικὸ καὶ τὸ Κοινωνικό, ὁ προφορικὸς λόγος ὑποχωρεῖ καὶ ἡ δύναμη τοῦ μέλους ἐκφράζει τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς, τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πνευματικὴ καὶ κατανυκτικὴ ὑπόσταση τῶν πιστῶν. Στὰ κρατήματα ἀναπτύσσεται ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο, ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν λειτουργία τῶν λέξεων τοῦ δυτικοῦ ῥασιοναλισμοῦ.