287 – Ἡ Κυριακὴ Ἐπανόδου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου

Τὴν νύκτα ἔκαμα ἕνα περίεργο ὄνειρο. Ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία ἡ Ὁδηγήτρια καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ διαβάσω τοὺς χαιρετισμοὺς πρὸς τιμήν της. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν κατάμεστη ἀπὸ Ἑλλαδίτες, Καππαδόκες, Ποντίους, Ἀρμενίους, Λαζούς, Σλαύους, Ἰλλυρίους, Τούρκους. Ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς Αὐτοκρατορίας ἦσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐχαιρέτουν τὴν Παναγία στὴν ψαλλομένη πολυτονικὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ Βυζαντινωθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἐπανήρχετο πιὸ πιστὴ ἀπὸ ποτέ, μὲ ὅλους τοὺς λαούς της ὑπὸ τὴν ὁδήγηση τῆς Παναγίας. Ἀκόμη καὶ οἱ Φράγκοι ἦσαν παρόντες μετανοοῦντες. Δὲν εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι τὰ πόδια μας ἀγγίζανε τὴν γῆ.

Ἡ ὁμόνοια ὅλων τῶν λαῶν, ὅλων τῶν ψυχῶν, ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἀπηυθύνετο στὴν Ὁδηγήτρια ποὺ ἀνεγνώριζε σὲ κάποια γωνία τῆς Ἐκκλησίας τοὺς Καραμανλῆδες Καππαδόκες, τοὺς δερβίσηδες τῶν Μεβλεβήδων τοῦ Τζελαλεντὶν τοῦ Ῥωμηοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς δερβίσηδες τῶν Ἀλεβήδων καὶ Μπεκτασήδων τοῦ Χατζῆ Μπεκτάς, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς σουφῆδες καὶ τοὺς μοναχοὺς τῶν μοναστηρίων ἀπὸ τὴν Σουμελᾶ, τὸ Ἅγιον Ὄρος τῆς Βιθυνίας μέχρι τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω.

Ὅλοι , ἀκόμη καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμηοὶ τοῦ Ἅη Γιώργη τοῦ Κουδουνᾶ καὶ τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς ἦσαν ἐκεῖ μέσα στριμωγμένοι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ὁδηγητρίας καὶ ἔψαλαν τὴν ἐπάνοδο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, σὲ αὐτὴν τὴν δεύτερη Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἡ ἴδια ἡ Παναγία εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐγκαινιάσῃ ἐκεῖνο τὸ βράδυ, γιὰ πρώτη φορά, γιὰ νὰ ἑορτάζεται μετὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ ἐπαναφορᾶς τῶν Εἰκόνων.

Μετανοεῖτε Φράγκοι, μετανοεῖτε ἀξιωματικοὶ, Γονατᾶδες καὶ Πλαστῆρες, ποὺ τὸ 1923, γιὰ νὰ μιμηθῆτε τὴν Ἀναγέννηση, ἠθελήσατε νὰ ἐκσυγχρονισθῆτε εἰς βάρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου καὶ τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως. Χωρὶς βία, ἡ Ὁδηγήτρια σᾶς ὡδήγησε καὶ πάλι στὰ λημέρια τῆς πίστεως.

Μετανοεῖτε βασιλεῖς καὶ σουλτᾶνοι, Παλαιολόγοι τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας, Ὀθωμανοὶ τοῦ Σελὴμ τοῦ Τρομεροῦ ποὺ γιὰ νὰ ἰδιοποιηθῆτε τὸν κενὸ τίτλο τοῦ πάπα καὶ τοῦ χαλίφου, ἐσφάξατε Ὀρθοδόξους καὶ Ἀλεβῆδες καὶ ἐδέχθητε κενοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἔφεραν τὸν διαμελισμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μαζὶ τὴν πτώση τῆς βασιλείας, καὶ σήμερα ὡς τελευταῖο σκαλοπάτι στὴν κάθοδο πρὸς τὸν Ἅδη, μετὰ τὸν διαμελισμὸ τῆς Γιουγκοσλαυΐας καὶ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν Κοσσόβων καὶ τῶν Κουβεϊτῶν, ἰδοὺ παραμονεύει ὁ διάβολος τῆς διχόνοιας στὰ ἐδάφη τοῦ Κουρδιστὰν καὶ τῆς Μακεδονίας.

Τὸ πρωὶ μὲ ἐξύπνησε ὁ λαμπερὸς ἥλιος τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ Χριστὸς Ἰσά, Ἀνατολὴ τῶν Ἀνατολῶν. Ἦταν κάποιος ἦχος μπουζουκιοῦ ποὺ θρηνοῦσε τὴν διχόνοια καὶ τὸν θάνατο τῆς Αὐτοκρατορίας. Ναί, μόνον ποὺ ἐξέχασα νὰ διευκρινίσω ὅτι εὑρισκόμην στὴν Σμύρνη καὶ ἀγνάντευα τὴν θάλασσα. Ἥταν ἁπλῶς ἕνα ὄνειρο.