281 – Ἑλλὰς αἱμορραγοῦσα

Ἡ πλατεία Συντάγματος, σὲ σχῆμα ὑπαιθρίου ἀρχαίου θεάτρου μὲ φόντο τὴν Βουλή, ἐγέμισε μὲ τρακτέρια ἀγροτῶν, Κρητικοὺς μὲ γλίτσες μαυροφορεμένους, ποὺ ἀφήσαν ὀπίσω στὰ χωράφια τὶς γυναῖκες τους. Στὰ ἀριστερά, ξεπρόβαλλε ἡ Παπαρήγα μὲ τὸ ἐγγονάκι της, ἐνῶ τὸ ΠΑΜΕ, ὅπως πάντα ἔτοιμο καὶ ὀργανωμένο γιὰ ἀγῶνα, ἐρύθμίζε μὲ τὸ σύνθημα ποὺ ἐπέβαλε σὲ ὅλους: «ἐργατιά-ἀγροτιά, μιὰ φωνὴ καὶ μιὰ γροθιά!»

Ἡ Χρυσῆ Αὐγή, ἄν καὶ ἀνατρεπτικὸ κίνημα μὲ 7% ψηφοφόρων, περισσοτέρους ἀπὸ τὸ ἕτερο ἀνατρεπτικὸ κόμμα, τὸ ΚΚΕ, ἐκρύβετο ὡσὰν νὰ ἦτο ἔνοχη, ὡσὰν νὰ ἐστερεῖτο ἀπὸ ὀργάνωση μὲ μόνη ἐμφανῆ παρουσίαση τὸν ἀκάλυπτο νεαρὸ ποὺ ἔσπαζε τὰ τζάμια περιπολικοῦ τῆς ἀστυνομίας, κτυπῶντας ἀλλοῦ νεαροὺς ἀστυνομικοὺς ποὺ ὅμως ἐπερίμεναν ἀπὸ αὐτοὺς συμπάθεια, ἐφ’ὅσον ἦταν γνωστὸ ὅτι ἡ ἀστυνομία εὑρίσκετο στὸ πλευρό τους.

Δύο τακτικές, δύο νοοτροπίες. Τὸ ΚΚΕ ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ ὑπομονή του ὑπῆρξε ἀποτελεσματική, ἐνῷ ἡ ἀνυπομονησία τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς ἀπεδείχθη καὶ πάλι ἀρνητική, ὀργανωμένη στὴν βία ἀλλὰ ἀνοργάνωτη στὴν διπλωματία.

Ὀπίσω ἀπὸ τὸ θεατρικὸ σκηνικὸ τοῦ κτιρίου τῆς Βουλῆς, προτέρου βασιλικοῦ ἀνακτόρου, ὡς Λουδοβῖκος ΙΣΤ΄, κρυφοκοιτάζοντας ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὶς κουρτῖνες τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, ὁ Ἁμλέτος-Τσίπρας περιμένει τὴν μοιραία ὥρα τοῦ Τσαουτσέσκου. Ξεπερασμένος ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ τὴν δειλία του, μονολογεῖ γιὰ τὴν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεώς του, νὰ ὑπάρξῃ ἤ μή, ἐνθυμούμενος μὲ νοσταλγία τὰ πρὸ τῆς ἠθικῆς του πτώσεως, ὅταν συνομιλοῦσε συντροφικὰ μὲ τὸν Γλέζο καὶ τὸν Μίκη Θεοδωράκη.

Ἡ χώρα περιμένει τὸν ἀπὸ μηχανῆς θεό. Κοιτάζει ὑψηλὰ στὸν οὐρανὸ μήπως εἰδῇ τὸ ἑλικόπτερο νὰ ὁδηγῇ τὸν Ἁμλέτο-Ἀλέξη στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μέρκελ. Ἀλλὰ κάποιο ἄλλο ἑλικόπτερο προσδοκᾶ νὰ προσγειωθῆ στὴν πλατεῖα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἐμφανισθῇ ὁ πρῖγκιψ τῶν παιδικῶν της ὀνείρων, ὁ ἥρωας ἁρματωμένος ποὺ ἀτρόμητος θὰ παραλάβῃ τὸ ἠχηρὸ ὄχι τοῦ δημοψηφίσματος, θὰ ἀρνηθῇ νὰ πάῃ στὶς Βρυξέλλες γιὰ διάλογο καὶ θὰ κηρύξη τὴν ῥήξη καὶ τὴν ἀνατροπή.

Ἴσως μάταια ὅμως. Ὁ πρῖγκιψ δὲν θὰ ἔλθῃ. Χωρὶς θυσία καὶ αἷμα ὁ πρῖγκιψ θὰ παραμείνῃ ἄφαντος. Ἡ αἱμορραγοῦσα Ἑλλὰς τῆς παρακμῆς, χωρὶς νειάτα, χωρὶς συντάξεις, ὑπογεννοῦσα, θὰ κατακλεισθῇ, ὄχι πλέον ἀπὸ Ῥωμηοὺς Μικρασιᾶτες τοῦ Μεσοπολέμου γιὰ νὰ τῆς δώσουν ῥώμη καὶ ἀντοχὴ στὶς κακουχίες, ἀλλὰ ἀπὸ ἀλλογενεῖς πρόσφυγες ποὺ κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τῶν Βρυξελλῶν θὰ χρειασθοῦν ἑκατὸ χρόνια γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν στὴν πονεμένη γῆ τοῦ Γένους. Ὁ πρῖγκιψ δὲν θὰ ἔλθῃ. Ἧταν ὄνειρο καὶ ἐπέρασε.