Στὶς 17 Ἀπριλίου 2010, ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Βαρθολομαῖος, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ἀμερική, σὲ ἐρώτηση Ἀμερικανοῦ δημοσιογράφου ἐὰν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς ἔχουν τὸν ἴδιο Θεό, ἀπήντησε στὰ ἀγγλικά: «Φυσικά, ὁ ἴδιος Θεὸς (God) μᾶς ἔπλασε καὶ συνεπῶς εἴμεθα ὅλοι ἀδέλφια καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὸν ἴδιο οὐράνιο Πατέρα, ἀσχέτως πῶς τὸν ὀνομάζουμε. Ἡ ὀνομασία «Θεός» (God) εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματά του, ὅπως καὶ Ἀλλὰχ ἤ Γιαχβέ».
Τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀντί νὰ κεραυνοβολῇ μὲ τὸ ἀζημίωτο τὸν κάθε χριστιανὸ ὀρθόδοξο ποὺ ἀγαπᾷ τὴν πατρίδα του καὶ συνεπῶς καὶ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό, στὸν ὁποῖο φυσικὰ συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ ἑλληνικὴ θρησκεία ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀποκαλεῖ εἰδωλολατρική, καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἠσχολεῖτο μὲ τὴν δήλωση αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἡ ὁποία εἶναι ἀναμφισβητήτως, καλοπροαίρετη μέν, ἀλλὰ αἱρετική.
Ὁ Βαρθολομαῖος δὲν ἔχει τὴν δικαιολογία πολλῶν Ὀρθοδόξων τοῦ λαοῦ μας ποὺ εἶναι ἀνεπαρκῶς διαβασμένοι. Ἐπὶ πέντε συναπτὰ ἔτη παρηκολούθησε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀνατολικῶν Σπουδῶν τῆς Ῥώμης, στὸ Οἰκουμενικὸ Ἰνστιτοῦτο Bossey τῆς Ἑλβετίας καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου. Ἔλαβε διδακτορικὸ στὸ Κανονικὸ Δίκαιο ἀπὸ τὸ Γρηγοριανὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ῥώμης, ὑποβάλλοντας διατριβὴ μὲ θέμα, «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία». Ἀνεκηρύχθη ἐπίτιμος διδάκτωρ τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης, Πατρῶν, Ἰωαννίνων, Georgetown καὶ Yale τῶν ΗΠΑ, Flinders τῆς Αὐστραλίας, Μανίλας Φιλιππινῶν, Λονδίνου, Ἐδιμβούργου, Λουβέν, Μόσχας, Βολωνίας, καὶ Βουκουρεστίου. Γνωρίζει ἑλληνικά, τουρκικά, λατινικά, ἰταλικά, γερμανικά, γαλλικὰ καὶ ἀγγλικά.
Ὁ Βαρθολομαῖος λοιπὸν γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, κάτι ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ὁ Ἀλλάχ, οὔτε ὁ Γιαχβέ, οὔτε ὁ Ζεύς. Διότι, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ διατείνεται ὅτι ὁ Ἀλλάχ εἶναι ὁ Θεός, τότε πρέπει νὰ πιστεύῃ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Δία. Ἐὰν πάλι νομίζει ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἐὰν ὁ Θεὸς τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι τριαδικὸς τότε δὲν πρέπει νὰ θεωρῇ σημασία ὅτι ὁ Θεὸς τῶν προχριστιανῶν Ἑλλήνων ἦταν δωδεκάθεος.
Ἡ αἵρεση ὅμως τοῦ Βαρθολομαίου δὲν εἶναι μόνον θεολογική, εἶναι καὶ ἐκκλησιολογική. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός ποὺ ἵδρυσε τὴν μόνη σωστὴ θρησκεία, τὴν μία ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴμεθα «γένος ἐκλεκτόν», καὶ «ἔθνος ἅγιον». Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν πρώτη ἐπιστολή του (κεφάλαιο Β΄, στίχο 9) γράφει: «Ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» καὶ δὲν γίνεται νὰ διοικούμεθα ἀπὸ μὴ Ὀρθοδόξους, ὅπως ἕναν ἄθεο ἤ μὴ ὀρθόδοξο πρωθυπουργό, διότι «βασίλειον ἱεράτευμα» σημαίνει ὅτι τὸ Ὀρθόδοξο ἱερατεῖο ἔχει βασιλικὴ καταγωγή, δηλαδὴ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι συγχρόνως βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς.
Ὡς Ὀρθόδοξοι εἴμεθα τὸ Νέο Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαός. Ἐδῶ ἡ ἔννοια τοῦ περιουσίου λαοῦ ποὺ ἀκόμη καὶ οἱ ἐθνικιστὲς ἔχουν δυσκολία νὰ καταλάβουν ὅταν δὲν σκέπτονται ὀρθόδοξα, εἶναι λογικωτάτη. Ὁ ἑβραϊκὸς λαός, κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὁ περιούσιος λαὸς καὶ ἡ πνευματικὴ Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ δὲν ἀνεγνώρισαν τὸν Χριστό, τὸ δακτυλίδι τῆς διαδοχῆς ἐπέρασε αὐτομάτως στὸν Ὀρθόδοξο λαό (ὄχι τὸν ῥωμαιοκαθολικὸ ἤ τὸν προτεσταντικὸ ποὺ εἶναι αἱρέσεις). Συνεπῶς ὁ μὴ Ὀρθόδοξος Ἕλλην δὲν δύναται νὰ ἀξιοῖ νὰ εἶναι περιούσιος καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Ῥῶσος δύναται νὰ φέρῃ τὸν τίτλο τοῦ περιουσίου λαοῦ μόνον ἐὰν προηγουμένως ἀναγνωρίσῃ ὅτι τὸν δικαιοῦται διὰ μέσου τῶν Ἑλλήνων (δηλαδὴ τοῦ μπαμπᾶ τους!) οἱ ὁποῖοι ἔβαλαν τὶς βάσεις, μέσῳ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ αἱρετικὴ κατανόηση τοῦ χριστιανισμοῦ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπ΄εὐθείας στὴν ἀντίληψη τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως τοῦ Τσίπρα ποὺ θεωρεῖ λογικὸ νὰ ἀντικατασταθῇ τὸ μάθημα τῶν κατηχητικῶν μὲ μάθημα θρησκειολογίας ὅπου θὰ διδάσκονται ὅλες οἱ θρησκεῖες ὡς ἴσες μεταξύ των, έφ’ὅσον «ἕνας εἶναι ὁ Θεός», εἴτε λέγεται Ἀλλάχ, εἴτε Γιαχβέ, εἴτε Κρίσνα. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ πανθρησκεία καταργεῖ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Τὸ Ἰσραὴλ εὑρίσκει τὴν δύναμη δημιουργίας τοῦ κράτους του στὴν συσπείρωση ποὺ πάντα πραγματοποιεῖ γύρω ἀπὸ τὸν Θεό του, τὸν Γιαχβέ. Ἡ Ἑλλὰς ἄς παραδειγματισθῇ ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ, διαφορετικά, ἡ θέση ὀπαδῶν τοῦ «ἕνας εἶναι ὁ Θεός» κατεδαφίζει τὸν ἑλληνισμό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἑλληνικὸ κράτος. Ὁμοίως, ἥ ἔκφραση «ὁ Θεὸς εἶναι Ἕλλην», κατὰ τὸ «ὁ Γιαχβέ εἶναι Ἑβραῖος», ἀκολουθεῖ τὴν παραπάνω λογική καὶ εἶναι ἡ λαϊκὴ ἑρμηνεία τῆς βασικῆς ἀληθείας ὅτι χωρὶς τοὺς Ἕλληνες ὁ χριστιανισμὸς, μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶχε παραμείνει μία ἑβραϊκὴ αἵρεση περιορισμένων διαστάσεων. Ἄλλωστε, τὴν σχέση αὐτὴ χριστιανισμοῦ καὶ ἑλληνισμοῦ τὴν άνεγνώρισε καὶ ὁ πρώην πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ὅταν σὲ μία περίφημη ὁμιλία του τῆς 12ης Σεπτεμβρίου 2006, στὸ γερμανικὸ πανεπιστήμιο τοῦ Ῥέγκενσμπουργκ , ἐδήλωσε ὅτι ὁ δυτικὸς χριστιανισμὸς εἶχε ἀκολουθήσει στραβὸ δρόμο μετὰ τὴν Ἀναγέννηση, κάτι ποὺ ἐξηγεῖ τὴν παρακμή του, ἐπειδὴ εἶχε καταλάβει τὸν ἑλληνισμὸ ὡς ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔπρεπε, εἶπε, ὁ χριστιανισμὸς νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Βυζάντιο, διαφορετικὰ ὁ χριστιανισμὸς ἐκαθίστατο ἀνεξήγητος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ, στὰ γραπτά μου, τὸν ἐπωνόμασα «ὁ Ἕλλην πάπας». (Βλέπε στὸ τεῦχος 41, Φθινοπώρου 2006, τοῦ περιοδικοῦ Ἐνδιάμεση Περιοχή, τὸ ἄρθρο μου, «Ὁ Ἕλλην πάπας: Τὸ πλήρες ἐπαναστατικὸ κείμενο ἐπαναφορᾶς τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».