263 – Ὁ ἑλληνισμὸς μεταξὺ τοῦ φραγκικοῦ ῥατσισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ φυλετισμοῦ

Ἡ διαμάχη ποὺ ἐξηλίχθη τὰ τελευταῖα χρόνια μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων σκεπτομένων, ὡς πρὸς τὸ γνήσιον τῆς ὁμιλίας τῆς πόλεως Ὤπιδος (ἐπὶ τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χαλίντ, 50 χλμ νοτιοανατολικὰ τῆς σημερινῆς Βαγδάτης) ὅπου ὁ Ἀλέξανδρος κατέλυσε τὸ 324, ἕνα χρόνο πρὸ τοῦ θανάτου του, ἔχει δευτερέουσα σημασία, διότι ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη, ἐκφραστὴ τῆς παρακμῆς τῆς πόλεως-κράτους, ἐγκλωβισμένος στὸν ἐπαρχιακὸ φυλετισμό, μέχρι τὸν Ἀλέξανδρο ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, ἐκφραστὴ τῆς οἰκουμενικότητος, ὁ ἑλληνισμὸς ἔκαμε ἕνα ποιοτικὸ ἅλμα, συνθέτωντας τὴν αὐτοκρατορία μὲ τὴν πόλη-κράτος καὶ ἀγκαλιάζοντας τὴν οἰκουμένη ἐπὶ δύο χιλιετίες ὥσπου νὰ συρρικνωθῇ καὶ πάλι στὸν ἐπαρχιωτισμό, μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Διότι, ἄν καὶ τὴν ἐπανάσταση αὐτὴ τὴν χρεωστᾶμε ἐν πολλοῖς στοὺς Ἀλβανοὺς-Ἀρβανῖτες ἀγωνιστές, φθάνουμε σήμερα στὸ σημεῖο νὰ ἀπαγορεύουμε στὸν νεαρὸ Ἀλβανὸ ποὺ δηλώνει ὁ ἴδιος παιδὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, νὰ κρατᾷ τὴν γαλανόλευκη τοῦ συρρικνωμένου ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀντεκατέστησε τὴν ἐρυθρὰ σημαία, μὲ τὸν δικέφαλο, τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία ὅμως παρέμεινε τὸ σύμβολο τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους!

Αὐτὸν τὸν ἀμφισβητούμενο ἀλλὰ τελείως λογικὸ «ὄρκο τῆς Ὤπιδος», οἱ ἱστορικοὶ μᾶς τὸν περιγράφουν μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ἀδελφοσύνης τῶν δύο λαῶν τῶν Περσῶν καὶ τῶν Μακεδόνων ποὺ εἶχε δημιουργήσει ὁ Ἀλέξανδρος ὅπως καὶ ὁ Βενιζέλος μετὰ τὸ 1930 μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων καὶ ποὺ τότε ὅπως καὶ τώρα εὕρισκε ἀντιμέτωπους τοὺς συρρικνωτὲς τοῦ οἰκουμενικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τοὺς γεμάτο μίσους κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, Πέρση τότε, Τούρκου σήμερα. Τὸν συσχετισμὸ μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων, μεταξὺ τοῦ ἑλληνοπερσισμοῦ τοῦ Δ΄ αἰῶνος π.Χ. καὶ τοῦ ἑλληνοτουρκισμοῦ τοῦ Κ΄ αἰῶνος μ.Χ., τὸν ἐξέφρασαν θαυμάσια οἱ δραγουμικοὶ μὲ τὸ περίφημο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δραγούμη, Ὄσοι ζωντανοί, τοῦ 1911, ὅπου ὁ Ἀθανάσιος Σουλιώτης ἀναφωνεῖ πρὸς τὸν Ἴωνα Δραγούμη : «Ὁ βασιλιὰς Ἀλέξαντρος ποῦ εἶναι; Αὐτὸς ἤτανε σωστὸς βασιλιὰς τῆς Ἀνατολῆς πού, ἀφοῦ ἐξευτέλισε τοὺς Ἕλληνες, πῆρε τὴν κόρη τοῦ Δαρείου γυναῖκα καὶ κατάχτησε τὴν Ἀνατολή».

Οἱ παλαίμαχοι Μακεδόνες στὴν Ὤπη, κάπου 11.500 ἄνδρες, δὲν ἐδέχοντο νὰ ἀποχωρήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Μακεδονία, ὅπως τοὺς τὸ ἐπρόσταζε ὁ Ἀλέξανδρος καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ 30.000 Πέρσες πολεμιστές· καὶ ὁ μακεδονικὸς στρατὸς ἐστασίασε. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τὴν ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ, ἐστύλωσε τὰ πόδια του, διέταξε τὴν σύλληψη 13 ἀρχηγῶν τῆς ἐξεγέρσεως. Ἀντιμετώπισε τὴν στάση μὲ γυμνὸ στῆθος καὶ οἱ Μακεδόνες ἔρριξαν τὰ ὅπλα τους καὶ ἔπεσαν κλαίγοντας στὰ γόνατά τους, ζητῶντας συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀρχηγό. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐκάλεσε Μακεδόνες καὶ Πέρσες πολεμιστὲς σὲ ἕνα τεράστιο συμπόσιο ἐπάνω στὸ γρασίδι, στὶς 29 Μαΐου 324. Αὐτὸς ἐκάθησε στὴν μέση περιστοιχιζόμενος ἀπὸ 9.000 ἄνδρες στρατιωτικούς. Ἕλληνες ἱερεῖς καὶ Πέρσες ζωροάστρες ἱερεῖς ἐπέβλεπαν τὶς θυσίες τῶν ζώων. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπροσευχήθη στὸν θεὸ Ἄμμωνα τῆς Αἰγύπτου, τοῦ ναοῦ-μαντείου τῆς αἰγυπτιακῆς ὀάσεως τοῦ Σιβάχ, οἱ ἱερεῖς τοῦ ὁποίου τὸν εἶχαν ἀναγνωρίσει ἀνώτατο μύστη καὶ υἱὸ τοῦ θεοῦ Ἄμμωνος. Καὶ τότε ἐσηκώθη ἐν μέσῳ τῶν 9.000 Ἑλληνοπερσῶν τῶν διαφόρων φυλῶν καὶ ἐπραγματοποίησε αὐτὸ ποὺ κάθε αὐτοκράτωρ, ἐπὶ δύο χιλιετίες ἐπανέλαβε γιὰ νὰ ἐμφυσήσῃ τὸ πνεῦμα τῆς λαοκρατικῆς μοναρχίας στὸ οἰκοδόμημα τῆς οἰκουμενικῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴν τὴν πράξη τὴν ὑπενθύμισε ὁ Ζαγανός, Ἕλλην στρατηγὸς τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητοῦ, τὸ 1453, καὶ κατόπιν πρωθυπουργός του, πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Προσεφώνησε τὸν Πορθητή, νεαρὸ αὐτοκράτορα 21 ἐτῶν, ὡς νέο Μεγαλέξανδρο. Ἀνεφέρθη στὶς προφητεῖες ποὺ προέβλεπαν τὴν πτώση τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων καὶ ἐξύμνησε τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ποῦ εἶχε πρὶν ἀπὸ τὸν Μωάμεθ, κατακτήσει τὴν Οἰκουμένη. Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ Πορθητὴς παρεμέρισε τοὺς Τούρκους ἀριστοκράτες ποὺ ἐναντιώνοντο στὴν ἅλωση καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν Ἑλλήνων γενιτσάρων τοῦ στρατοῦ του κατέκτησε τὴν Πόλη καὶ ἀνηγορεύθη αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, συνεχιστὴς τῶν Παλαιολόγων, στὶς 29 Μαΐου 1453, τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ συμποσίου τῆς Ὤπιδος.

Τώρα, τὶ εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος στὴν περίφημη ὁμιλία του στὸ συμπόσιο τῆς Ὤπιδος, οὐδεὶς γνωρίζει ἐπακριβῶς. Διότι πρῶτον δὲν ἔχει διασωθῆ κανένα πρωτότυπο στὴν ἑλληνικὴ κείμενο καὶ δεύτερον τὸ κείμενο ποὺ ὑπάρχει, τοῦ 340 μ.Χ. εἶναι μεταφρασμένο στὴν λατινική, καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ ἔργο ἑνὸς Ψευδοκαλλισθένους, μεταφρασμένο στὰ λατινικά, σὲ τρεῖς παραλλαγές τοῦ ΙΑ΄, ΙΕ΄ καὶ ΙΣΤ΄ αίῶνος. Ὁ Ψευδοκαλλισθένης συνέγραψε μία λαϊκὴ μυθιστορία γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, δημιούργημα φανταστικῶν ἱστοριῶν ποὺ ἀνεπτύχθησαν στοὺς χρόνους τῶν Διαδόχων καὶ εἶχαν ὡς πηγὴ τὸ ἔργο τοῦ πραγματικοῦ Καλλισθένους. Ὁ πραγματικὸς Καλλισθένης ἦτο μαθητὴς καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀριστοτέλους ἀλλὰ μᾶλλον ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο τὸ 327 π.Χ., δηλαδὴ 3 χρόνια πρὸ τοῦ συμποσίου τῆς Ὤπιδος.

Ἡ σημασία ποὺ ἐδόθη στὸν ὅρκο τῆς Ὤπιδος γιὰ τὴν διαχρονικότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πρωτοβουλίες, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, γιὰ τὴν διάδοση τοῦ κειμένου τοῦ Ψευδοκαλλισθένους, μεταφρασμένο στὴν νεοελληνικὴ ἀπὸ τὰ λατινικά, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι, τοῦ Ὁμίλου γιὰ τὴν διάδοση τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ποὺ ἀπεφάσισε νὰ ἐγγράψη στὴν πόλη τῆς Καβάλας, ἐπὶ λευκοῦ μαρμάρου τῆς Θάσου, τὸ κείμενο τοῦ ἀλεξανδρινοῦ αὐτοῦ αὐτοκρατορικοῦ ὅρκου τοῦ ὁποίου ὅμως μόνον τὴν οὐσία γνωρίζουμε. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος παρέστη τὸ 2002, στὴν Καβάλα στὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ μνημείου αὐτοῦ ποὺ ἔφερε τὸν ὅρκο. Ἰδοὺ τὸ κείμενο, ἔτσι ὅπως διαδίδεται σήμερα σὲ μία περίεργη δημοτική μετάφραση ἀπὸ τὴν λατινική (τὴν ὁποία προσεπάθησα κάπως νὰ κτενίσω) . Φυσικὰ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐχρησιμοποίησε τὴν λέξη «ῥάτσα», ἀλλὰ κάτσε τώρα νὰ ἐξηγήσῃς στοὺς παρηκμασμένους φιλολόγους-μεταφραστὲς τοῦ κρατιδίου ποὺ πιθηκίζουν τὴν Δύση, τὴν διαφορὰ ῥάτσας καὶ φυλῆς:

«Σᾶς εὐχαριστῶ τώρα ποὺ τελείωνουν οἱ πόλεμοι νὰ εὐτυχήσετε μὲ τὴν εἰρήνη. Ὅλοι οἱ θνητοὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα νὰ ζήσουν ὡς ἕνας λαός, μονιασμένοι γιὰ τὴν κοινὴ προκοπή. Νὰ θεωρεῖτε τὴν οἰκουμένη πατρίδα σας, μὲ κοινοὺς νόμους, ὅπου θὰ κυβερνοῦν οἱ ἄριστοι, ἀνεξαρτήτως φυλῆς. Δὲν χωρίζω τοὺς ἀνθρώπους ὅπως κάνουν οἱ στενοκέφαλοι, σὲ Ἕλληνες καὶ Βαρβάρους. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἡ καταγωγὴ τῶν πολιτῶν, οὔτε ἡ ῥάτσα ποὺ ἐγεννήθησαν. Τοὺς καταμερίζω μὲ ἕνα μόνον κριτήριο, τὴν ἀρετή. Δι’ ἐμέ κάθε καλὸς ξένος εἶναι Ἕλλην καὶ κάθε κακὸς Ἕλλην εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Βάρβαρο. Ἐὰν ποτὲ σᾶς παρουσιασθοῦν δυσκολίες δὲν θὰ καταφύγετε ποτὲ στὴν βία ἀλλὰ θὰ τὶς λύσετε εἰρηνικά. Εἰς τὴν ἀνάγκη θὰ σταθῶ ἐγὼ διαιτητής σας. Τὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ τὸν νομίζετε ὡς αὐταρχικὸ κυβερνήτη, ἀλλὰ ὡς κοινὸ πατέρα ὅλων, ὥστε ἡ διαγωγή σας νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν ζωή, τὴν ὁποία κάμνουν οἱ ἀδελφοὶ εἰς τὴν οἰκογένεια. Ἀπὸ μέρους μου, θεωρῶ ὅλους ἴσους, λευκοὺς ἤ μελαμψούς, καὶ θὰ ἤθελα νὰ μὴν εἶσθε μόνον ὑπήκοοι τῆς κοινοπολιτείας μου, ἀλλὰ μέτοχοι, συνέταιροι. Ὅσο περνάει ἀπὸ τὸ χέρι μου, θὰ προσπαθήσω νὰ συντελεσθοῦν αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὑπόσχομαι. Τὸν ὄρκο τὸν ὁποῖον ἐδώσαμε μὲ τὴν σημερινὴ σπονδὴ ἀπόψε, κρατῆστε τον ὡς σύμβολο ἀγάπης».

Τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων συνεκροτήθη ἀπὸ φυλές (Ἀχαιοί, Ἴωνες, Δωριεῖς κλπ), ὑποδιαιρέσεις τοῦ Γένους ὅπως ἀργότερα ἡ ὑποδιαίρεση σὲ οἰκο-γένειες ὑπὸ τὴν προστασία τῆς θεᾶς Ἑστίας, βάσει γεωγραφικοῦ συν-οικεσίου, ὅπως ἦσαν οἱ φυλὲς τῶν Ἀθηναίων. Στὴν ἐποχὴ τοῦ μυθικοῦ βασιλέως Κραναοῦ, ἡ Ἀθήνα εἶχε τὶς ἀκόλουθες φυλές: Κραναεῖς (γι΄αὐτὸ καὶ ὠνόμασα τὴν κόρη μου Κρανάη, κόρη τοῦ Κραναοῦ), Ἀτθίς, Διακρίς καὶ Μεσογαία.

Ἡ λέξη ἔθνος ἤ ἔθνεο στὸν Ἡρόδοτο καὶ goy στοὺς Ἰσραηλῖτες (goyim σημαίνει ἐθνικοί) διαφέρει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὴν λέξη λαός (am). Ὑπάρχει ἤδη στὴν Γένεση Ι-5) ὡς Goyim καὶ περισσότερο ἀπὸ 550 φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιὰ νὰ ὁρίσῃ ἀρχικῶς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ σταδιακά, μὲ τὴν στερέωση τῆς πεποιθήσεως ὅτι τὸ ἑβραϊκὸ ἔθνος εἶναι μοναδικό, χρησιμοποιεῖται ὅλο καὶ περισσότερο γιὰ τοὺς μὴ Ἑβραίους.

Στὴν Γένεση (Ι-5), διαβάζουμε στὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα τὰ ἑξῆς: «Ἐκ τούτων ἀφωρίσθησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν (goy) ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἕκαστος κατὰ γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν». Δυστυχῶς, στὴν νεοελληνικὴ μετάφραση διαβάζουμε: «Ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθαν λαοί» (ἀντὶ ἔθνοι). Ἡ διαφορὰ μεταξὺ φυλῆς καὶ ἔθνους ἀποσαφηνίζεται στὴν περίφημη φράση τοῦ Ἡροδότου, ὅταν γράφῃ: «Τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα»(Ἡροδότου Ἱστορίαι, βιβλίο «Οὐρανία»). Δηλαδὴ πολλὲς φυλὲς συγκροτοῦνται σὲ ἔθνος ὅταν ὀργανώνονται κοινωνικά, ὄχι ἁπλῶς ὡς λαός. Ἔτσι τὸ Ἰσραὴλ καταλήγει νὰ εἶναι τὸ περιούσιο ἔθνος (καὶ ὄχι λαός) σὲ σχέση μἐ τὰ ἄλλα goy.

Ἡ οἰκουμενικὴ αὐτοκρατορία ἐξ’ ἀρχῆς ἐχρειάσθη πολύπλοκο τυπικό. Ὁ ἡγεμὼν καλόγερος ποὺ φορᾷ τὸ ἴδιο ροῦχο μὲ τὸν λαό του εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἰσοτικοῦ συστήματος καὶ ὄχι τῆς λαοκρατικῆς μοναρχίας βασιζομένης στὴν ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος, τοῦ βασιλέως-φιλοσόφου. Τὸ πλατονικὸ σύστημα εἶναι ἀριστοκρατικό. Συνεπῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἀνεβαίνοντας στὸν θρόνο τῶν Ἀχαιμαινιδῶν συνέχισε τὸ περσικὸ τυπικὸ τῆς λαμπρῆς αὐτοκρατορικῆς ἐνδυμασίας, τοῦ χαρεμίου-γυναικωνίτου τῶν 365 γυναικῶν, διοικουμένου ἀπὸ εὐνούχους, καὶ ἐπιβάλλοντας τὴν προσκύνηση (ὅπως τὸ ἀραβικὸ σαλαμαλέκ ἤ τὸ κινεζικὸ καοτάο) στὰ πόδια τοῦ αὐτοκράτορος, ἐνῷ ἐχρησιμοποίει τὴν σφραγῖδα τοῦ Δαρείου γιὰ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔστελνε στὸ ἀσιατικὸ ἔδαφος.Ὁ αὐτοκρατορικός του τίτλος ἦτο βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, χωρὶς νὰ ὁρίζεται γεωγραφικὰ ὁ χῶρος τοῦ βασιλείου του, ἐφ΄ὅσον ἦτο βασιλεὺς τῆς Οἰκουμένης.

Στὶς ἑλληνικὲς πόλεις-κράτη τῆς Ἀσίας ὅπως καὶ τῆς Εὐρώπης [Βαλκάνια], ὁ Ἀλέξανδρος παρουσιάζεται ὡς προστάτης τοῦ συστήματος τῆς πόλεως-κράτους, πραγματοποιῶντας ἔτσι τὴν σύνθεση τῆς συγκεντρωτικῆς οἰκουμενικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ἀποκεντρωτικῆς πόλεως-κράτους. Ἀλλὰ ἡ συνείδηση ποὺ ἔχει ὅτι διεδέχθη τὸν αὐτοκράτορα τῆς Οἰκουμένης, τὸν ὑποχρεώνει νὰ συνεχίσῃ τὴν ἐπέκτασή του μέχρι τὰ πέρατα αὐτῆς τῆς Οἰκουμένης –δηλαδὴ τῆς Ἐνδιάμεσης Περιοχῆς- ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ Ἀχαιμενῖδες ἐβασίλευαν. Συνεπῶς ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς ἐνδογενὴς πρίγκιψ τῆς Ἐνδιάμεσης Περιοχῆς, δὲν κατακτᾷ, δὲν δρᾷ ὡς ἰμπεριαλιστὴς γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ὑλικὰ ὀφέλη. Ἁπλῶς ὡς ὑποψήφιος καὶ διάδοχος τοῦ περσικοῦ θρόνου προσπαθεῖ νὰ καλύψῃ ὅλην τὴν ἔκταση τῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ κληρονομεῖ. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι τελείως ἀντίθετο μὲ τὸν ἀποικιακὸ ἐπεκτατισμὸ τῶν Εὐρωπαίων στὰ τέλη τοῦ Μεσαίωνος, ὅπως οἱ Πορτογάλοι, ποὺ ὡς ἰμπεριαλιστὲς κατακτοῦν ἐδάφη τελείως ξένα καὶ ἀπομακρυσμένα ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴ περιοχὴ τῆς Δύσεως. Συνεπῶς, εἶναι ἀθέμιτη ἡ προσπάθεια τῶν Δυτικῶν ἱστορικῶν νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Ἀλέξανδρο ἰμπεριαλιστὴ καὶ νὰ τὸν ἐξομοιώσουν μὲ τοὺς δυτικοὺς ἰμπεριαλιστὲς.

Ὁ Ἀλέξανδρος προσπαθεῖ νὰ δώσῃ ἀκόμη μεγαλύτερη ἑνότητα στὴν οἰκουμενικὴ αὐτοκρατορία, εἰσάγοντας ἕνα ἑνιαῖο ἀργύριο σὲ κέρμα καὶ ὄχι ἀσήμι σὲ ράβδους. Ἐπίσης προσπαθεῖ νὰ εἶναι πραγματικὸς ρυθμιστὴς τῆς πολυλαϊκῆς του αὐτοκρατορίας, ὡς βασιλεὺς ὅλων τὼν λαῶν ποὺ συγκροτοῦν τὴν Αὐτοκρατορία-Οἰκουμένη καὶ νὰ μὴν τὸν βλέπουν ὡς ἀντιπρόσωπο ἑνὸς καὶ μόνου λαοῦ, δηλαδὴ τῶν Μακεδόνων, μὲ ἄλλα λόγια νὰ μὴν τὸν θεωροῦν ἀρχηγὸ κόμματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῶν πράξεών του στὴν Ὤπη, τὸ 424, ὅταν διώχνῃ τοὺς ἰδικούς του Μακεδόνες καὶ ὑποστηρίζῃ τοὺς Πέρσες καὶ τὶς ἄλλες φυλές. Ὁ Ὀθωμανὸς σουλτᾶνος μετὰ ἀπὸ δύο χιλιετίες λαοκρατικῆς μοναρχίας τῆς Ἐνδιάμεσης Περιοχῆς συμπεριεφέρετο ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος, ἀρνούμενος νὰ ταυτισθῇ μὲ τὴν ἐθνική του ὁμάδα, δηλαδὴ μὲ τοὺς Τούρκους καὶ μάλιστα δίδοντας δυσμενῆ θέση στοὺς συμπατριῶτες του πρὸς χάριν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἀρμενίων, φυσικὰ πρὸ τῆς δυτικοποιήσεως καὶ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ δυτικοῦ σωβινιστικοῦ ἐθνικισμοῦ. Χωρὶς νὰ ἀμφισβητήσῃ τὸ σχέδιο τῆς Οἰκουμένης (μὲ ἕνα κέντρο, τὴν Ἑλλάδα τοῦ πολιτισμοῦ, καὶ μία περιφέρεια τῶν Βαρβάρων) προσπαθεῖ νὰ ἀμβλύνῃ τὸν διαχωρισμὸ πολιτισμένων καὶ βαρβάρων.

Ὁ Πλούταρχος στὸ De fortuna Alexandri, δὲν θεωρεῖ τὸν Ἀλέξανδρο ἰμπεριαλιστὴ ἀλλὰ ἐκπολιτιστὴ ποὺ παίζει ὀρθὰ τὸν ῥόλο τοῦ ρυθμιστοῦ τῆς οἰκουμένης : εἶναι φιλάνθρωπος ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλῃ γύρω του τὴν ὁμόνοια, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀλληλεγγύη μέσα στὴν κοινωνία. Ἡ οἰκουμενικὴ αὐτοκρατορία, ἐξ ὁρισμοῦ, βασίζεται στὸν ἥρωα ποὺ εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ θρόνου. Συνεπῶς μετὰ τὸν θάνατό του, πόσον μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ θεὸ σὰν τὸν Ἀλέξανδρο, δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ διάδοχος.