Ἡ δυτικὴ ἱστοριογραφία μᾶς εἶχε συνηθίσει, τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνες στὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἀραβικὴ παρουσία στὴν παγκόσμια ἱστορία, ἀπὸ τὸν Ζ΄ μέχρι τὸν ΙΕ΄ αἰῶνα, ὑπῆρξε θετικὴ ἐπειδὴ μετέφερε στὴν Εὐρασία καὶ τὴν Ἀφρική, καὶ εἰδικὰ στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη τὸν ἑλληνισμό. Ἡ παγκοσμιοποίηση τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶχε ὁλοκληρωθῆ μὲ ἕναν ἄριστο ἀγγελλιαφόρο: τὸν Ἄραβα.
Ἐὰν θεωρήσουμε ὅτι ἡ παγκόσμια ἱστορία, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς προοϊστορίας μέχρι σήμερα εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ μορφοποίησή του στὴν σημερινὴ ἐπικράτησή του σὲ ὅλην τὴν ἔκταση τοῦ πλανήτου, στὴν διάρκεια τῆς ὁποίας συνέλαβαν ὅλοι οἱ λαοὶ γιὰ νὰ κτίσουν καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν αὐτὸ τὸ λαμπρὸ πλανητικὸ οἰκοδόμημα ποὺ ὀνομάζομε ἑλληνισμός, τὰ 900 χρόνια τῆς ἀραβικῆς παρουσίας στὴν ἀνόρθωση αὐτοῦ τοῦ ναοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ὑπῆρξε καθοριστική.
Νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ ἀραβικὴ ἐξάπλωση δὲν πραγματοποίηθηκε μόνον στὴν Μέση Ἀνατολή, τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἱσπανία, ἀλλὰ ἔφθασε καὶ μέχρι τὴν δυτικὴ Κίνα ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστὰν καὶ ἀπὸ θαλάσσης, μέχρι τὴν νότιο Κίνα. Παντοῦ ὅπου ἐπάτησαν τὸ πόδι τους οἱ Ἄραβες μετέφεραν τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συνεπληρώθη ὁ ἐξελληνισμὸς, ὄχι μόνον τῶν πολιτισμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν θρησκειῶν, οἱ ὁποῖες, οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένες μὲ τοὺς πολιτισμούς, ὅπως τὸ εἶχε παρατηρήσει ὁ Ἴων Δραγούμης, ὅταν ἔγραφε ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς «τύλιξε ἀκόμα καὶ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία στὰ δίχτυα του»(Ἴ. Δραγούμης, Ὁ Ἑλληνισμὸς μου καὶ οἱ Ἕλληνες).
Ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ Ἰσλὰμ χάρη στοὺς Ἄραβες ἠκολούθησε τὸν ἑξελληνισμὸ τοῦ ζωροαστρισμοῦ, τοῦ βουδδισμοῦ καὶ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ ἐξελληνισμένος χριστιανισμὸς ἐπεξετάθη καὶ σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς αἱρέσεις, ὄχι μόνον τοῦ ῥωμαιοκαθολικισμοῦ. Ὁ ἐξελληνισμένος γερμανοαγγλοσαξωνικὸς προτεσταντισμὸς διέσχισε τὸν Ἀτλαντικὸ καὶ ἐξελλένισε τὴν Ἀμερική. Ὅσο γιὰ τοὺς πολιτισμούς, ὅλοι ὡς πέτρες ἑνὸς οἰκοδομήματος, οἰκοδόμησαν μία πυραμίδα, στὴν κορυφὴ τῆς ὁποίας διεμορφώθη ὁ ἑλληνισμός, ὡς σύνθεση ὅλων τῶν προηγουμένων. Ἔτσι, οἱ Σουμέριοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ ἄλλοι μεγάλοι πολιτισμοὶ τῆς Ἀρχαιότητος συνέβαλαν στὴν ὁλοκλήρωση τῆς πυραμίδος ποὺ κατέληξε ἑλληνική καὶ πλανητική. Ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς συνέβαλαν στὸν ἐξελληνισμὸ τῆς οἰκουμένης, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ φυλετισμός, ἡ ξενοφοβία, τὸ ἐθνοκράτος, ἡ μοναδικὴ θρησκεία, εἶναι ἀνθελληνικὰ ἑλληνοκτόνα στοιχεῖα. Ἐν συντομίᾳ, τὸ ἐθνοκράτος τῶν Ἀθηνῶν ἀνεδείχθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Χάϊντεγκερ (1889-1976) εἶχε δηλώσει ὅτι «ἡ φιλοσοφία εἶναι ἑλληνικὴ ἐξ ὁρισμοῦ» καὶ ὁ Χίτλερ εἶχε προσθέσει ὅτι «μία εἶναι ἡ τέχνη: ἡ ἑλληνική». Τὸ πρόβλημα εἶναι ἀλλοῦ: ποῖος μετέφερε στὴν Δύση τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη;
Στὴν Γαλλία, πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ ἀντιαραβισμοῦ καὶ τοῦ ἀντιμουσουλμανισμοῦ, ὁ καθηγητὴς Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας Sylvain Gouguenheim (Γκούγκενεμ ἤ Γκούγκενχαϊμ) εἶχε δημοσιεύση ἕνα πολύκροτο βιβλίο μὲ τίτλο, Aristote au Mont-Saint Michel. Les racines grecques de l’Europe chrétienne («Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ Μὸν-Σαὶν-Μισέλ. Οἱ ἑλληνικὲς ῥίζες τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης»). Ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ σκέψη εἶχε μεταφερθῆ ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸ Βυζαντιο στὴν Δύση χωρὶς τὴν μεσολάβηση τῶν Ἀράβων.
Ὁ Γκούγκενχαϊμ ἐπεσήμαινε ὅτι οἱ δύο πλέον γνωστοὶ «Ἄραβες» φιλόσοφοι ποὺ φημίζονται ὅτι μετέφεραν στὴν Δύση τὴν ἑλληνικὴ σκέψη, ὁ Ἀβικέννας (980-1037) καὶ ὁ Ἀβερρόης (1126-1198) δὲν ἐγνώριζαν κἄν τὴν ἑλληνική. Νὰ προσθέσουμε δὲ ὅτι ὁ Ἀβικέννας (δηλαδὴ ὁ Ἀβιτσιανὸς), δὲν ἦταν Ἄραβας ἀλλὰ Πέρσης, κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἀνῆκε ὁλόκληρος στὴν περσικὴ ἱστορία καὶ ὄχι στὴν ἀραβική. Βεβαίως ἦταν μουσουλμᾶνος, ὅπως ἕνας Βούλγαρος ὀρθόδοξος χριστιανός ἀπεκαλεῖτο Ῥωμηός, ἐφ’ὅσον ἐπρώτευε τότε ἡ θρησκεία καὶ ὄχι ἡ ἐθνότητα. Ἀλλὰ ἕνας Βούλγαρος ἤ ἕνας Ἄραβας ἦσαν ἐκπολιτισμένοι βάρβαροι, ἐνῷ ὁ Ἕλλην ἤ ὁ Πέρσης προήρχοντο ἀπὸ χιλιετεῖς πολιτισμούς. Ὁ Ἀβιτσιανὸς εἶχε τὴν εὐχέρεια νὰ χρησιμοποιῇ τὶς μεγάλες περσικὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἐποχῆς. Εἶχε γεννηθῆ κοντὰ στὴν περίφημη περσικὴ πόλη τῆς Μπουχάρας, πολιτισμοῦ πέντε χιλιάδων έτῶν, στὸν Δρόμο τῆς Μετάξης τοῦ Οὐζμπεκιστὰν, ποὺ ἀπεκαλεῖτο τὸ κέντρο τοῦ διαφωτισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Ἀβερρόης, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ μεσαιωνικοῦ μουσουλμανικοῦ κόσμου, ἦταν Ἱσπανός, γεννημένος στὴν Καρδούη (Κόρδοβα) τῆς Ἀνδαλουσίας τοῦ ΙΒ΄αἰῶνος. Ἄν καὶ δὲν ἦταν Φράγκος διότι μὴ ῥωμαιοκαθολικός, πολιτισμικὰ ἀνῆκε στὴν Δύση, ποὺ εἶχε πλέον ἐκπολιτισθῆ μὲ τὶς περίφημες ἐκκλησίες γοτθικοῦ ῥυθμοῦ, σὲ μία Ἱσπανία τριῶν βασικῶν θρησκειῶν, τῆς ἰσλαμικῆς, τῆς ἑβραϊκῆς καὶ τοῦ ῥωμαιοκαθολικισμοῦ. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμὸς ποὺ ἔφερε τὴν Reconquista (τὴν ἐπανακατάκτηση) τῆς Ἱσπανίας ἀπὸ τοὺς ῥωμαιοκαθολικοὺς καὶ τὴν ἐκδίωξη τῶν ἑβραίων καὶ τῶν μουσουλμάνων, ἐμπεριεῖχε τὴν ἴδια νοοτροπία μὲ αὐτὴν τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνος ποὺ δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἡ ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ἐσυνέχισε τὴν ῥωμαϊκὴ (βυζαντινὴ) αὐτοκρατορία, ἁπλῶς μὲ ἀλλαγὴ θρησκείας τῆς νέας δυναστείας, χωρὶς βασικὰ τὸ πολιτισμικὸ πλαίσιο νὰ ἀλλάξῃ. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν Ἰουστινιανὸ ποὺ εἶχε συμπεριλάβει τὴν Ἀνδαλουσία, ἡ βυζαντινωθωμανικὴ αὐτοκρατορία ποτὲ δὲν συμπεριέλαβε τὴν Ἱσπανία καὶ τὸ Μαρόκο, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε στὸ πόλη Μαρακὲς ὁ Ἀβερρόης τὸ 1198.
Ὁ Ἀβερρόης δὲν μετέφρασε τὸν Ἀριστοτέλη, ἐφόσον δὲν ἐγνώριζε ἑλληνικά. Ἁπλῶς τὸν ἡρμήνευσε βάσει προηγουμένων ἑρμηνειῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν εἶδε ποτὲ, οὔτε κὰν σὲ μετάφραση, τὰ Πολιτικὰ τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τὰ ἡρμήνευσε μέσῳ αὐτῶν ποὺ εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη, καὶ συγκεκριμένα τῆς Πολιτείας τοῦ Πλάτωνος, ἀλλὰ ἐθεώρει τὸν ἑαυτό του ἀριστοτελικό. Ἁπλῶς διαπιστώνουμε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀβερρόη τὴν πλανητικὴ ἐπιρροὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς, συχνὰ ὄχι βάσει πηγῶν, ἀλλὰ φημῶν (βλέπε τὸν θρῦλο τοῦ Μεγαλέξανδρου), ἀκόμη, μέσῳ τῶν Ἄγγλων, καὶ στὴν Παπουασία!
Βάσει αὐτῶν τῶν διαπιστώσεων, ὁ Γκούγκενχάϊμ συνεπέραινε ὅτι ἡ Δύση δὲν ἐχρειάσθη τοὺς Ἄραβες, οὔτε καὶ τοὺς μουσουλμάνους γιὰ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη, διότι ὅ,τι ἔμαθαν οἱ Φράγκοι τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου ποὺ ἐξισλαμίσθησαν ἤ καὶ παρέμειναν χριστιανοὶ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση στὸν ἕβδομο αἰῶνα καὶ ὠνομάσθησαν ἔκτοτε «Ἄραβες», διότι ἐδέχθησαν μερικῶς τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα. Συγκεκριμένα, λέγει ὅτι εἶναι οἱ «χριστιανοὶ Ἄραβες» ποὺ εἰσήγαγαν τὸν ἑλληνισμὸ στὸν ἀραβοϊσλαμικὸ κόσμο καὶ ἔκαμαν τὶς μεταφράσεις. Ἀκόμη σήμερα, εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ ἄγνοια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν μουσουλμανικὸ κόσμο. Γνώμη μου εἶναι ὅτι τὸ σημερινὸ ἑλληνικὸ κράτος θὰ ἔπρεπε νὰ κάνη μεγαλύτερη προσπάθεια ἐξαπλώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν μουσουλμανικὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, παρὰ στὸν χριστιανικὸ κόσμο τῆς Δύσεως ποὺ, οὕτως ἤ ἄλλως, ἔχει μακρὰ ἑλληνικὴ παράδοση. Ὁ Γκούγκενχαϊμ τέλος, ἐδήλωνε, πὼς «οἱ πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς μεταξὺ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς Χριστιανοσύνης ὑπῆρξαν ἐλάχιστες. Ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς δὲν ἐδανείσθη ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, ὡς θρησκεία, οὔτε γραπτὰ κείμενα, οὔτε θεολογικὰ ἐπιχειρήματα».
Καιρὸς λοιπὸν ὁ Γραικύλος τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου, ἀντὶ τῶν Ἀράβων, νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ σπαρτιατικὸ ἦθος κοινῆς προελεύσεως ἐκ Γενέσεως Ἑλλήνων καὶ Ἑβραίων, νὰ παραμερίσῃ τὴν ἀνθεβραϊκὴ προπαγάνδα τῶν Φράγκων καὶ νὰ ἐννοήσῃ ἐπιτέλους ὅτι μία συμμαχία στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο μεταξὺ τῶν δύο περιουσίων λαῶν, τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Ἑλλήνων, δύναται μὲ κοινὴ ἐκμετάλλευση τῶν ἐνεργειακῶν θαλασσίων πόρων νὰ οἰκοδομήσῃ μία σύγχρονη ὑπερδύναμη. Ἀλλὰ χρειάζεται νὰ ἀναφωνήσουμε ἕνα γερὸ ναὶ στὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν ἰσραηλινὸ σιωνισμό.