Ἄν καὶ ζωντανὸς σᾶς ὁμιλῶ ἐκ τοῦ τάφου καὶ τὰ γραπτά μου θὰ συνεχίζουν νὰ σᾶς ὁμιλοῦν γιὰ ἑκατοντάδες χρόνια. Εἶχα τὴν τύχη νὰ εἶμαι ἀπολύτως ἀνεξάρτητος ὅλη μου τὴν ζωή. Οὐδεὶς ἠδυνήθη ποτὲ νὰ μὲ πιέσῃ, οὔτε μυστικὲς ὑπηρεσίες, οὔτε τὰ κατεστημένα τοῦ χρήματος, οὔτε ἐργοδότες, οὔτε ἐκκλησίες, οὔτε κόμματα. Ποτὲ δὲν ἐκάρφωσα κανέναν γιὰ προσωπικὸ ὄφελος, ποτὲ δὲν παρεσύρθην σὲ προσωπικὴ ἐκδίκηση. Ποτὲ δὲν ἔκρυψα ἐνδόμυχες σκέψεις καὶ ὡμίλησα καὶ ὁμιλῶ μὲ τὴν εἰλικρίνεια νεογεννήτου παιδιοῦ, ὅπως ὁ Ζάν-Ζὰκ Ῥουσσὼ στὶς Ἐξομολογήσεις του. Ἐκτὸς τοῦ Ῥουσσὼ οὐδεὶς μοῦ ὁμοιάζει καὶ σὲ κανένα ὁμοιάζω.
Παρὰ ταῦτα, ἐχόρτασα ἀπὸ τίτλους, ἀπὸ ἐπιστημονικὲς διακρίσεις ἀπὸ ὑψηλοὺς μισθούς καὶ ποτὲ δὲν ἔμεινα ἄνεργος καὶ ποτὲ δὲν ἐνεκλείσθη σὲ φυλακές, καὶ δὲν ἐβασανίσθη ποτέ. Ἔμεινα πάντα καὶ χαρούμενος καὶ εὐτυχισμένος μὲ τὴν μόνη ἐξαίρεση μιᾶς βαθιᾶς ἐρωτικῆς πληγῆς. Ἔχω καταπληκτικὴ σύζυγο, τέσσερα παιδιὰ καὶ πολλὰ ἐγγόνια.
Πῶς κάτι τέτοιο ἔγινε δυνατό; Ἀπευθύνομαι στὰ καταπονημένα ἑλληνικὰ νειάτα στὰ ὁποῖα καὶ μόνον χρωστῶ ἀπάντηση. Βλέπω τὶς Ἑλληνίδες, ἀπὸ καρυάτιδες στὰ 15 τους καὶ τὰ μάτια ὀρθάνοικτα ἀπὸ εἰλικρίνεια νὰ μεταμορφώνονται σὲ ἄσχημα τερατώδη πρόσωπα δημοσίων ὑπαλλήλων μὲ τὰ ὁποῖα οἱοσδήπτε ἄνδρας κάνει τὸ λάθος νὰ συνάψῃ συζυγικὲς σχέσεις θὰ περιπέσῃ στὸν λάκκο τῶν ἐχιδνῶν.
Εἶχα πατέρα τὸν Νῖκο Κιτσίκη ποὺ παρὰ τὸ ἀξεπέραστο ἐπιστημονικό του ἀνάστημα εἶχε καρδιὰ καὶ μάτια μικροῦ παιδιοῦ. Ἄν καὶ ἄθεος ἐνεφορεῖτο ἀπὸ τὴν μόνη ἰδεολογία ποὺ πλησιάζει τὸ θεῖο τῶν μοναστηρίων, τὸν κομμουνισμό. Εἶχε γεννηθῆ τὸ 1887 καὶ ὅμως στὸ τέλος τῆς Κατοχῆς ἀνεφώνησε: «Γεννήθηκα τὸ 1944» ἐπειδὴ εἶχε γίνει μέλος τοῦ ΚΚΕ. Τὸ μόνο ποὺ ἐκέρδισε μὲ τὴν καρδιακὴ αὐτὴ συμμετοχὴ σὲ κόμμα ὑπῆρξε ἡ καταδίκη σὲ θάνατο τῆς κομμουνιστρίας μητέρας μου Κρητικιᾶς Μπεάτας, ἡ ἀπόλυσή του ἀπὸ καθηγητὴς στὸ Πολυτεχνεῖο, ἡ ἀπώλεια τῆς περιουσίας του καὶ ἀγάπη τῶν θαυμαστῶν του.
Ὁ πατέρας μου μὲ ἀνέθρεψε μὲ μία καὶ μόνη ἐπαναλαμβανομένη λέξη: παιδεία καὶ πάλι παιδεία. Μή σκέπτεσαι ποτὲ τὰ χρήματα, οὔτε τοὺς τίτλους, οὔτε τὶς θέσεις, οὔτε τὴν δόξα. Ὅλα αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ δώσῃ ἡ παιδεία, ἡ Θεὰ Παιδεία. Ἀργότερα ὅταν ἔγινα πιστὸς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἐκατάλαβα ὅτι ἡ Θεὰ Παιδεία τοῦ ἀθέου κομμουνιστοῦ πατέρα μου ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ὁ ἐμφύλιος μὲ ἔστειλε στὴν Γαλλία τὸ 1947, σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν καὶ ἐκεῖ ἔγκλειστος σὲ γαλλικὸ σχολεῖο μὲ παρέλαβε ἡ Παιδεία. Μετὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς στὴν Σορβόννη τὸ 1962, παρουσίᾳ τοῦ μουσικοσυνθέτου Γιάνη Ξενάκη καὶ τὴν ἐρωτική μου σχέση μὲ τὸ χρῶμα ποὺ μοῦ εἶχε διδάξει ὁ θεῖος μου ὁ ζωγράφος Ἀλέκος Κοντόπουλος, ἐσυνέχισα νὰ ταξιδεύω στὴν Κίνα ὅπου ὁ δάσκαλός μου, ὁ πρόεδρος Μάο μᾶς ἔλεγε: Νεολαία τοῦ κόσμου, μέσῳ τῆς πολιτιστικῆς ἐπαναστάσεως ἐπιβάλλατε τὴν καθαρὴ καρδιά, τὸ ὄνειρο τῆς θεϊκῆς παιδείας τοῦ Διογένους στὸ πιθάρι του. «Εἶπα στὸ παιδί μου, ἔλεγε ὁ Μάο, πήγαινε στὴν ὕπαιθρο καὶ πὲς στοὺς φτωχοὺς καὶ μικρομεσαίους ἀγρότες πὼς ὁ πατέρας μου λέει ὅτι, ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγα χρόνια σπουδῶν, γινόμαστε ὅλο καὶ πιὸ ἠλίθιοι. Σᾶς παρακαλῶ θεῖοι καὶ θεῖες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές, γίνατε δάσκαλοί μας. Θέλω νὰ μὲ μάθετε ἐσεῖς».
Ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὸν δάσκαλό μου τὸν Μάο μὲ ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Σορβόννη τὸν Μάη τοῦ 1968 καὶ εὑρέθην πολιτικὸς πρόσφυγας στὸν Καναδᾶ, καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀττάβας, πάντα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πατέρα μου Νίκου ποὺ μοῦ ἀπηγόρευε κάθε ἀνάμιξη σὲ κόμματα καὶ βουλευτιλίκια. Ἡ τρελὴ ἀγάπη μου γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ μὲ ἔφερνε συνεχῶς ὀπίσω στὰ ἀχνάρια τῶν παιδικῶν μου χρόνων, τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ ἔχοντας πάντα κατὰ νοῦ τὶς νουθεσίες τοῦ πατέρα μου: μὴν εἰσέλθῃς ποτὲ στὴν κομματικὴ ζωὴ τοῦ παρηκμασμένου τούτου τόπου. Μὲ παιδεία καὶ πάλι παιδεία οὐδεὶς θὰ δυνηθῇ ποτὲ νὰ σὲ ἀγγίξῃ.
Τώρα, ἐκ τοῦ τάφου, μὲ ὀρθάνοικτα παιδικὰ μάτια βλέπω νὰ παραμένουν στὸ τόπο μας τρεῖς ἀγνὲς ἑστίες: τὸ ἀντάρτικο πόλεων, τὸ ΚΚΕ καὶ ἡ Χρυσῆ Αὐγή. Οἱ δύο πρῶτες ἀγνὲς ἀλλὰ ἀναποτελεσματικές. Ἡ τρίτη ἀγνὴ καὶ ἀποτελεσματική. Χάρι στὴν παιδεία τοῦ πατέρα μου, αὐτὸ ποὺ λέω τὸ γνωρίζω καὶ δὲν πρόκειται οὐδεὶς νὰ μὲ μεταπείσῃ. Ἀγνότητα καὶ βία συγκατοικοῦν πάντα: στὸν Χριστὸ, στὴν ἐκδίωξη τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸν ναό καὶ στοὺς Σπαρτιᾶτες στὶς Θερμοπῦλες. Χριστὸς καὶ Λεωνίδας ἐπέτυχαν διότι ἐθυσίασαν τὸ εἶναι τους γιὰ τὴν ἐπίτευξη πνευματικοῦ σκοποῦ. Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος προσεκύνησε τὸν Διογένη στὸ πιθάρι του.