Ὁ Ludwig Erhard, ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν τῆς Βόννης, τὸ 1949-1963 καὶ κατόπιν αὐτοῦ καγκελλάριος τῆς Δυτικῆς Γερμανίας τὸ 1963-1966, πολὺ πρὸ τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Γερμανιῶν, ὑπῆρξε περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἄντεναουερ ὑπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ὑπηρέτησε ὡς ὑπουργός, ὁ γερμανὸς πολιτικὸς ποὺ προσεπάθησε νὰ οἰκοδομήσῃ, μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Χίτλερ (λόγου ἀνοίγματος διπλοῦ μετώπου καὶ κατὰ τῆς ΕΣΣΔ καὶ κατὰ τῆς Ἀγγλίας-‘Αμερικῆς), μίαν ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη. Ἔμεινε στὴν Ἱστορία ὡς ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ μεταπολεμικοῦ “γερμανικοῦ οἰκονομικοῦ θαύματος”.
Ὁ Ἔρχαρντ καὶ ἐπὶ Τρίτου Ῥάϊχ ὑπῆρξε ἐθνικιστὴς καὶ ἠπειρωτικὸς ἑνωποιός, δηλαδὴ εἶχε παράλληλες θέσεις μὲ αὐτὲς τοῦ στρατηγοῦ ντὲ Γκώλ. Ἡ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὴν στάση του τὴν ἐποχὴ τοῦ Τρίτου Ῥάϊχ, ἐὰν καὶ κατὰ πόσο ὑπῆρξε ἀντιστασιακός, δὲν ἔχει νόημα, ἐφ’ὅσον πρωτίστως ὑπῆρξε ὡς γερμανὸς ἀστός, ὑποστηρικτὴς τῶν συμφερόντων τῆς γερμανικῆς ἀστικῆς τάξεως καὶ ὄχι αὐτῶν τῆς ἀστικῆς ἀγγλοσαξωνικῆς θαλασσοκρατίας.
Τὸ 1945, στὰ 48 του ἤδη χρόνια, εἶναι καθηγητὴς στὸ Μόναχο καὶ ὑποχρεοῦται, ὄχι ἀπὸ συμπάθεια ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ γίνῃ οἰκονομικὸς σύμβουλος τῆς ἀμερικανικῆς στρατιωτικῆς κατοχικῆς διοικήσεως τῆς Βαυαρίας. Ἔτσι τὸ 1945-1946 γίνεται ὑπουργὸς Ἐμπορίου καὶ Βιομηχανίας τῆς Βαυαρίας καὶ ὡς εἰδικὸς τοῦ χρήματος κατωρθώνει νὰ ἀπελευθερώσῃ τὴν βαυαρικὴ χρηματιστικὴ πολιτικὴ ἀπὸ τὴν γραμμὴ ποὺ εἶχαν χαράξει οἱ δυτικὲς δυνάμεις κατοχῆς. Ὅταν ἱδρύθη τὸ 1949 ἡ Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Βόννης παρέμεινε ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν τοῦ Ἀντενάουερ μέχρι τὸ 1963, ἐφαρμόζοντας μία μονεταριστικὴ πολιτική γερμανικῆς καὶ ὄχι ἀγγλοσαξωνικῆς παραδόσεως, συνθέσεως ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας καὶ κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ὑπὸ τὴν ὀνομασία ordoliberalism (ἐλευθερία καὶ τάξη) ποὺ ἔγινε γνωστὴ ὡς Σχολὴ τοῦ Φράϊμπουργκ καὶ τοῦ ἐτησίου περιοδικοῦ της ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Ordo. Ὁ Ἔρχαρντ ἐσχημάτισε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ μὲ τοὺς ἰδεολογικοὺς συνεργάτες του ἕναν “σύνδεσμο κοινοτικῆς δράσεως γιὰ μία κοινωνικὴ πολιτικὴ ἀγορᾶς”.
Τὴν Κυριακὴ 20 Ἰουνίου 1948, ὁ Ἔρχαρντ, σὲ μία κίνηση αἰφνιδιασμοῦ κατήργησε αὐθημερὸν τὸ τότε γερμανικὸ μᾶρκο, τὸ Reichsmark, καὶ τὸ ἀντεκατέστησε μὲ τὸ Deutsche Mark. 90% τῆς ἀξίας τοῦ παλαιοῦ μάρκου κατηργήθη. Κάθε ἐπιχείρηση ἐλάμβανε μόνον 60 DM (Deutsche Mark) γιὰ κάθε της ὑπάλληλο, τὸ ἴδιο καὶ κάθε Γερμανός. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, σὲ μιὰν ἡμέρα ἐξηφάνησε τὴν διαφθορὰ καὶ τὴν μαύρη ἀγορά. Γιὰ νὰ μαζεύσουν χρήματα οἱ Γερμανοὶ ὑπεχρεώθησαν νὰ ῥιχθοῦν στὴν δουλειά. Ἡ παραγωγὴ μέσα σὲ τρεῖς μῆνες ἐπέρασε, σὲ σχέση μὲ τὸ 1936, ἀπὸ 45% στὶς 75%. Στὶς 19 Σεπτεμβρίου 1949, τὸ Deutsche Mark ὑπετιμήθη κατὰ 20% καὶ αὐτὸ ἐβοήθησε περαιτέρω τὴν παραγωγὴ μὲ τρόπο ὥστε τὸ 1952 ἡ γερμανικὴ οἰκονομία νὰ γνωρίσῃ τὸ πρῶτο της ἐμπορικὸ πλεόνασμα.
Ἐνῷ στὴν Γαλλία ὁ στρατηγὸς ντὲ Γκὼλ εἶχε κατορθώσει μὲ τὴν ἀνεξάρτητη πολιτική του ἔναντι τῶν Ἀγγλοαμερικανῶν, νὰ ἀπεξαρτήσῃ προσωρινῶς τὴν χώρα του ἀπὸ τοὺς Ἀγγλοσάξωνες, ὁ Ἔρχαρντ κατώρθωσε κάτι ἀκόμα πιὸ σημαντικό. Μὲ τὴν μονεταριστική του πολιτικὴ ἐπέτυχε μὲ τρόπο πολὺ πιὸ μόνιμο νὰ ἀπεξαρτήσῃ τὴν χώρα του ἀπὸ τοὺς Ἀγγλοαμερικανούς. Ἔτσι, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ντὲ Γκώλ, ἡ Γαλλία ὑπέπεσε καὶ πάλι στὰ νύχια τῆς θαλασσίας ἀγγλοσαξωνικῆς δυνάμεως ἐνῷ ἡ Γερμανία ἐσυνέχισε τὴν ἀνοδική της πορεία βασισμένης στὴν χρηματιστικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἔρχαρντ. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε σαφές: Ὁ ψευδογκωλλιστὴς Σαρκοζὺ ἐπανέφερε τὴν Γαλλία στὴν ἀμερικανικὴ ἐξάρτηση ἐνῷ ἡ Γερμανία τῆς Μέρκελ ἀνεδείχθη ἡ πλέον ἰσχυρὴ δύναμη τῆς ἠπειρωτικῆς Εὐρώπης. Γι’αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπεται στὸ Βερολῖνο νὰ δίδῃ μαθήματα στὴν σημερινὴ παρασιτικὴ Ἑλλάδα.