Τυγχάνει νὰ μὲ ἐρωτοῦν, αὐτοὶ ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζουν τὴν ζωή μου, τὸ μεγάλο γιατί.
Πέραν τοῦ DNA σου δὲν εἶσαι Ἕλλην μοῦ λένε. Ἡ μητρική σου γλῶσσα εἶναι ἡ γαλλικὴ ἄν καὶ ἡ μητέρα σου ἦταν Ἑλληνίδα. Γιατί Ῥωμηός, καὶ μὲ ἦτα, ἐφ’ ὅσον οἱ γονεῖς σου, ἄθεοι, σὲ ἔκαμαν γνήσιο Ἀναγεννησιακό, μὲ ἀπαγόρευση νὰ τρῶς ἔστω καὶ ἕναν μπακλαβᾶ ἀπὸ τὴν ἀνθυγιεινὴ ἀνατολίτικη κουζίνα; Ἐφ’ὅσον σὲ ἔστειλαν στὴν Γαλλία, παιδὶ 12 ἐτῶν μὲ ἐλάχιστα ἑλληνικά, ἐκεῖ ποὺ δύει ὁ ἥλιος τῆς καρδιᾶς καὶ ἀνατέλλει καθημερινῶς ἡ ratio, ἐφ’ ὅσον στὰ 17 σου δὲν ἐγνώριζες τὴν μόνη καὶ μοναδικὴ λαλιὰ ποὺ τὰ ἄστρα ψιθυρίζουν προσευχόμενα νυχθημερὸν στὸν Πλάστη, αὐτὴν τὴν γλῶσσα ποὺ σὲ ἕναν λαὸ ληστῶν ἐχάρισε δύο Νομπὲλ ποιήσεως καὶ πάμπολλα ἄλλα δυνητικὰ Νομπέλ, ὄχι λογοτεχνίας, ὄχι φιλολογίας, ὄχι φυσικῆς, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐδόθησαν ποτὲ στὸν Ὅμηρο.
Μὲ ἐρωτοῦν γιατί, μετὰ ἀπὸ 18 χρόνια (1947-1965) ἠθέλησες νὰ ξαναδῇς τὴν Ψωροκώσταινα, νὰ μάθῃς ἀπὸ μόνος σου ἑλληνικά καὶ ἀντί νὰ γράφης τὰ δεκάδες περισπούδαστα ἐπιστημονικὰ βιβλία σου καὶ τὰ χιλιάδες ἄρθρα σου, στὰ γαλλικὰ καὶ τὰ ἀγγλικὰ ποὺ ὁ καθεὶς ἐπιζητᾷ, γιὰ νὰ ἔχῃς ἀνέτως πρόσβαση στὴν δυτικὴ φήμη, ἐσὺ ἐπέμενες νὰ γράφης σὲ μία διάλεκτο ἐλαχίστων ἑκατομμυρίων ἐπὶ τοῦ πλανήτου, διάλεκτο ποὺ οὐδεὶς γνωρίζει, προσπαθῶντας νὰ τὴν ἀναβιβάσῃς ὀρθογραφικὰ καὶ πολυτονικὰ σὲ κάποιο πιὸ ὑποφερτὸ ἐπίπεδο;
Γιατί, ἐνῷ συνέχιζες νὰ διαβιῇς στὴν Ἑσπερία, ἐχώρισες τὴν τέλεια Ἄγγλίδα, ἐπὶ μακρὸν σύζυγό σου καὶ ἐνυμφεύθης Ἑλληνίδες, ἐνῷ οἱ Γραικοὶ παρφουμαρισμένοι ληστὲς τοῦ Κολωνακίου καὶ οἱ παρόμοιοί τους μὲ χνῶτα σκόρδου τῆς Καισαριανῆς, εἶχαν καταδικάσει σὲ θάνατο τὴν μητέρα σου, τὴν εἶχαν βασανίσει στὰ μπουντρούμια τοὺ ἀθλίου ἑλληνικοῦ κρατιδίου, πεθαίνοντας κατόπιν σαλεμένη;
Γιατί, ἐνῷ καὶ ὁ Μυτιληνιὸς πατέρας σου καὶ ἡ Κρητικιὰ μητέρα σου, πλήρως δυτικοποιημένοι, ἠγωνίσθησαν γιὰ ἰδέες τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὡς μαρξιστὲς λενινιστές, ἐσὺ ἐπέμενες νὰ ἀκολουθῇς τὸν μυθοπλάστη Ἡσίοδο, τὸν αὐτοκρατορικὸ ἑλληνοκεντρικὸ Ἰσοκράτη, τὸν παλαιοημερολογίτη Μᾶρκο ἐξ Ἐφέσου καὶ τὸν καθαρευουσιάνο αὐτόχειρα Περικλῆ Γιαννόπουλο;
Γνωρίζεις κάλλιστα ὅτι θὰ ἀφήσῃς τὸ κουφάρι σου στὴν Ἑσπερία, ὅπου συνεχίζεις νὰ διαβιῇς καὶ ὅπου ἀνήκεις. Καὶ ἐνῷ ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ γραικυλικοῦ κρατιδίου συνωστίζονται στὰ σύνορα τῆς Δύσεως σὰν Πακιστανοί, γιὰ νὰ εὕρουν μίαν θέση στὴν Ἀγγλία ἤ τὴν Ἀμερική, ἐσὺ νοητικὰ μονάζεις σὲ ἑλληνικὸ χωριό.
Γιατί; Ἐπειδὴ στὶς ἀπόμερες σπηλιὲς τοῦ κόσμου, οἱ ἐλάχιστοι ἐναπομείναντες θνητοί, στὴν σκιὰ τῆς Ἀκροπόλεως, γεννημένοι μὲ τὴν θεϊκὴ ἑλληνικὴ λαλιά, εἶναι σύσσωμα ὁ μοναδικὸς λαὸς γνησίων ποιητῶν δημιουργῶν τοῦ Σύμπαντος.