105 – Πέραν τῶν κομμάτων στὶς ἐκλογὲς γιὰ μόνη τὴν Ἑλλάδα

Τελικά, ναὶ στὴν Ἀνατολικὴ Παράταξη τοῦ Καποδίστρια ἀλλὰ ναὶ καὶ στὴν Δυτικὴ Παράταξη τοῦ Κοραῆ. Οἱ τρεῖς μεγάλοι Ἕλληνες στοχαστὲς τοῦ Κ΄αἰῶνος, οἱ Περικλῆς Γιαννόπουλος, Ἰωάννης Συκουτρῆς καὶ Δημήτρης Λιαντίνης, συνεκλονίσθησαν ἀπὸ τὴν κατάντια τοῦ Ἕλληνος τοῦ σημερινοῦ κρατιδίου καὶ μὲ τὴν κραυγή τους αὐτὴ ἠκολούθησαν τὸν Ἐμπεδοκλῆ στὸ στόμιο τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας καὶ τὸν Λυκοῦργο ποὺ ἀπεβίωσε ἀπὸ ἀσιτία γιὰ νὰ μείνῃ τὸ ἔργο τους ἀθάνατο. Μὲ τὸν θάνατό τους ἐξησφάλισαν τὴν αἰωνιότητα στὸ ἔργο τους καὶ ἐστεφανώθησαν οἱ Γιαννόπουλος, Συκουτρῆς καὶ Λιαντίνης ὡς Ὀλύμπιοι θεοί.

Συνάμα ὅμως, καταδικάζοντας τὴν Δύση γιὰ ἀνεπάρκεια, τὴν ἐξύμνησαν ποὺ ἔστω καὶ ἄγαρμπα καὶ παραμορφωμένα προσεπάθησε νὰ γίνῃ στὴν πράξη μαθήτρια τῶν ἐξωγηΐνων τελείων καὶ ἀφθάστων ἀρχαίων Ἑλλήνων ποὺ ἡ σκέψη τους καὶ τὸ ἔργο τους διετηρῆτο καὶ φυλάγετο στὸν ὀμφαλὸ τοῦ κόσμου τῶν Δελφῶν καὶ στὸ κοσμοδρόμιο τοῦ Ὀλύμπου. Τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου του “Γκέμμα”, ὁ Λιαντίνης τὸν ἐνεπνεύσθη ἀπὸ τὸν Δάντη ποὺ τὸ 1296 ἐνυμφεύθη τὴν Γκέμμα, τῆς οἰκογενείας τῶν Ντονάτι. Καὶ οἱ τρεῖς τους Ἕλληνες, δυτικοτραφεῖς, ἔδωσαν μὲ τὴν φαινομενική τους ἀντιφατικότητα, ἕναν ἰσχυρὸ κόλαφο στὸν σημερινὸ Ἕλληνα γραικῦλο, τὸν κατὰ Παλαμᾶ “ἐξευτελισμένο Ῥωμιὸ τῶν φωνακλάδων τῶν καφενείων, τὸν φασουλῆ Ῥωμιὸ τῶν σατυρογράφων, τὸν ἀσυνείδητο Ῥωμιὸ μέσα στὸ ψευτοβασίλειο”, προσθέτοντας ὅτι εἴμαστε “Ἕλληνες γιὰ νὰ ῥίχνουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου” (Βλέπε στὴν Ἐνδιάμεση Περιοχή, τεῦχος 1, Φθινόπωρο 1996, τὸ ἄρθρο μου, “Οἱ Γραικύλοι, 1821-1996”)

Καὶ στὸ ἴδιο αὐτὸ 1996, τὴν χρονιὰ ποὺ ὁ Λιαντίνης ἐτύπωσε τὸ βιβλίο του “Γκέμμα”, ἐκυκλοφόρησε ἐπιπλέον τὸ ἰδικό μου βιβλίο “Πτώση”, στὶς Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, ποὺ εἶχε τὸ παρακάτω ἐπίμετρο: “Κάποια μέρα ἡ τροχιὰ τοῦ ἄστρου μου θὰ λάβῃ τέλος καὶ θὰ ἐπιστρέψω στὴν ἀφετηρία: τὴν Γαλλία. Τὸ πνεῦμα της ὑπῆρξε ὁδηγός μου σ’ὅλη μου τὴν ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀπαρνήθηκα μὲ πάθος. Ἡ Γαλλία μοῦ εἶχε διδάξει ποτὲ νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνω, ποτὲ νὰ μὴν ἀντιγράφω, ἀλλὰ τὰ πάντα νὰ ἐπανεξετάζω, νὰ παίρνω τὰ μονοπάτια τοῦ πνεύματος τὰ πιὸ ἀνηφορικά, τὰ πιὸ δυσκολοπρόσιτα ποὺ συγκεντρώνουν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν πάντων.

“Γαλλία χαϊδεμένη μου, σὲ ἀπαρνήθηκα, σὲ ἐμίσησα. Ὑπῆρξα ὁ σκληρὸς ἀντίπαλος τῶν σταυροφοριῶν σου, ὁ ἀποφασισμένος ἐχθρὸς τῆς φραγκικῆς σου Δύσεως. Κι ἔτσι μόνον παρέμεινα ὁ πιστὸς ἐραστής σου ποὺ χάρι στὸ πνεῦμα σου ἐπεκτάθηκα στὴν οἰκουμένη. Άτίθασο καὶ παραμορφωμένο παιδί, Κουασιμόδος τῆς μητέρας Ἑλλάδος, μπόρεσες νὰ βρῇς μέσα σου ἀρκετὴ ἀγνότητα γιὰ νὰ ξεπεράσῃς τὴν ἀσχήμια τοῦ ῥασιοναλισμοῦ ποὺ ἐσὺ ἐξέθρεψες.

“Ἐναντίον τῶν πάντων ξεσήκωσες πλῆθος ἀντιφρονούντων οἱ ὁποῖοι ἀπέβαλαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν μεγαλύτερον ὅλων, τὸν πιὸ ἀξιολύπητο κλαψιάρη, εἰλικρινῆ καὶ βαθὺ σὰν παγετώδης λίμνη, τὸν Ἅγιο Ζάν-Ζάκ, τὸν κοινῶς ὀνομαζόμενο Ῥουσσώ.

“Γαλλία, γιὰ ὅλο τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ”.