Ὁ λαὸς εἶχε φανατισθῆ ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίες πολιτικούς, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ὁποία οἱ πάντες πολιτικοὶ αὐτοὶ συγχρωτίζονταν μὲ τοὺς τραπεζῖτες ἐνῷ ὁ λαὸς έφώναζε ὅτι ἦλθε ὁ βασιλεὺς γιὰ νὰ τοῦ έξασφαλίσῃ καλοπέραση καὶ ὄχι γιὰ νὰ βάλῃ τάξη στὰ τοῦ οἴκου του ποὺ εἶναι καὶ ἡ πραγματικὴ ἔννοια τῆς οἰκονομίας. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ ἐρχόμενος ἦταν λαϊκιστὴς καὶ ὅτι γι’αὐτὸ εἶχε ἐπιλέξει νὰ εἰσέλθῃ στὴν πρωτεύουσα, χάριν ψήφων, καθήμενος ἐπάνω σὲ ἕνα πουλαράκι, ἕνα ὀνάριο.
Ἀλλὰ ὁ Ἐρχόμενος δὲν ἦτο Συριζαῖος καὶ δὲν εἶχε ἔλθει ἐν ὀνόματι Εύροῦ, γιὰ νὰ ψηφισθῇ πρόεδρος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καὶ νὰ ἀνεβάσῃ τοὺς μισθούς. Εἰσήρχετο στὴν Πόλη γιὰ νὰ σταματήσῃ τὸ ἐμπόριο, γιὰ νὰ χύσῃ ὁ λαὸς τὸ αἷμα του μέσῳ αὐτοῦ, γιὰ νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς ὕλης στὴν Κυριακὴ τοῦ αἱματοβαμένου καὶ ἀναστημένου πνεύματος, μέσα ἀπὸ μία ἑβδομάδα φτώχειας καὶ ὑποχρεωτικῆς νηστείας, κάτι ποὺ δὲν ήδύνατο ὁ λαὸς νὰ καταλάβῃ συνεχίζοντας ἀκούραστα νὰ διαμαρτύρεται ὅτι ποτὲ δὲν ἔφταιξε αὐτὸς καὶ ὅτι μόνον οἱ ἄλλοι εἶχαν φάγει τὸ χαβιάρι, ἐνῷ αὐτὸς εἶχε ἀρκεσθῆ στὴν μπριτζόλα. Καὶ ἔτσι ὁ μαθητής του, ὀνόματι Ἰούδας, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀγανακτισμένου λαοῦ, ἐπῆρε τὰ πολυπόθητα λεφτὰ καὶ ἐκρεμάσθη, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ὑπόλοιποι, έκτὸς Ἰωάννου, τὴν έκοπάνησαν ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν νὰ δοῦν τὸν βασιλέα τους κρεμάμενο ἐπὶ ξύλου ἀντὶ νὰ κάθεται βολεμένος ἐπὶ θρόνου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ποὺ ποτὲ δὲν ἐννόησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πεινάσῃ καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ ταλαιπωρημένο ἀπ’αὐτὸν χῶμα τῆς πατρίδος του γιὰ νὰ μετανοήσῃ γιὰ τὴν πνευματική του παρακμή. Ὁ Βασιλεὺς τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἦλθε ἐκείνη τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων γιὰ νὰ μᾶς θρέψῃ ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς πεινάσῃ καὶ νὰ μᾶς ταπεινώσῃ ἐπὶ πῶλον ὄνου, ἐπειδὴ ὁ Ἕλλην εἶχε φθαρῆ καὶ μεταμορφωθῆ σὲ Γραικύλο καὶ ἔπρεπε νὰ ξαναφτιαχτῇ ἀπὸ τὴν ἀρχή.
2014 καὶ χρόνος ἐκλογῶν γιὰ τὸ κρατίδιο καὶ πεῖτε μου ἔστω καὶ ἕναν πολιτευόμενο ποὺ νὰ ἔχῃ μιλήσει γιὰ τὴν πλανητικὴ προώθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὄχι γιὰ τὰ μάρμαρα καὶ τὸν προσοδοφόρο τουρισμό, ὄχι γιὰ τὶς πόρνες καὶ τὰ καζίνα ποὺ εἰσέφεραν χρῆμα στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες καὶ τὶς χρυσὲς ἀμμουδιές. Πεῖτε μου ἔστω καὶ ἕναν πολιτευόμενο ποὺ νὰ ἔχῃ μιλήσει, ὄχι γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ κατσικιοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τοῦ ἐγκλήματος ποὺ διεπράχθη κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, πρὶν ἀπὸ 90 χρόνια, μὲ πρόσχημα μὲν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου ἀλλὰ πραγματικὴ αἰτία τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὶς παραδόσεις του. Καὶ ἦλθε ἡ κυρία Μέρκελ γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίσῃ ὅτι νηστεύει, ἔστω καὶ μὲ τὸν καθολικοπροτεσταντικὸ περιορισμένο της τρόπο, ποὺ ἔμαθε ἀπὸ τὸν προτεστάντη πάστορα πατέρα της, έν μέσῳ καθημερινῶν γραικυλικῶν τηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν γιὰ τὴν τιμὴ στὴν κρεαταγορὰ τοῦ ἀρνιοῦ.
Ἕλληνα κλάψε πικρὰ καὶ ξύπνα! Πέρνα ἀπὸ τὴν προσμονὴ τῆς ἀγορᾶς τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων στὴν προσμονὴ τοῦ πλατωνικοῦ πνεύματος, τῆς πίστεως καὶ τῆς θυσίας τῆς αἱματοβαμένης μὲ κόκκινα αὐγὰ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Τότε μόνον θὰ ἀναστηθῇς!